Η Δημοκρατία μίλησε και ο Τσάβες, είτε μας αρέσει είτε όχι, ξαναβγήκε. Το αποτέλεσμα μιλά από μόνο του: περισσότεροι είναι οι συμπατριώτες του που τον θεωρούν άξιο να (συνεχίσει να) τους κυβερνά, από αυτούς που τον θεωρούν ότι κάνει κακό σε εκείνους και στη χώρα τους. Ως προς αυτό, δεν πέφτει σε κανέναν πια, λόγος. Όμως, δεν σημαίνει ότι αν ανοίξουμε λίγο την εικόνα, δεν υπάρχουν πράγματα άξια σχολιασμού.
Το πρώτο έχει να κάνει με τον τρόπο διεξαγωγής της προεκλογικής εκστρατείας. Γιατί η Δημοκρατία είναι λαϊκή έκφραση, είναι ελεύθερες αποφάσεις, αλλά είναι και μέθοδος, τήρηση κανόνων ισότητας και δικαιότητας. Από αυτή την άποψη, ο νυν και αεί Πρόεδρος, δεν μπορεί να αισθάνεται πολύ περήφανος. Κράτησε για τον εαυτό του το βάθρο του Μπολιβάρ και στόλισε τον αντίπαλό του, τους οπαδούς του αντιπάλου του και όσους τολμούσαν να αμφισβητήσουν το δικό του μπολιβαρισμό, με τα ωραιότερα ονόματα εξωτικών ζώων. Απευθύνθηκε, όπως όλοι οι πολιτικοί, στις «μάζες», αλλά εκείνος συνειδητά τις παρέσυρε σε ένα συναισθηματικό –αντι-ρασιοναλιστικό παραλήρημα, που, αν ήμαστε στη Δύση, θα ονομάζαμε «λαϊκισμό» (λαϊκισμός, ως γνωστόν, στη Βενεζουέλα δεν υφίσταται, εφόσον ο ηγέτης δεν προέρχεται μόνο, αλλά και ταυτίζεται με το λαό).
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το λόγο και το χρόνο παραμονής στην εξουσία. Ο Τσάβες, όχι μόνο άλλαξε, παλαιότερα, το Σύνταγμα για να μπορεί να (ξανα)είναι υποψήφιος, όχι μόνο (ξανα)ήταν υποψήφιος ενώ βρίσκεται στην εξουσία 14 ήδη χρόνια (και πάει, σχεδόν όπως ο Πούτιν, για τα 20), όχι μόνο (ξανα)ήταν υποψήφιος ενώ είναι βαριά άρρωστος (παρότι ισχυρίζεται ότι ένας Μπολιβάρ, αντίθετα από τον πραγματικό Μπολιβάρ, δεν πεθαίνει αν δεν τελειώσει το έργο του), αλλά και έδωσε όλο τον αγώνα της (επαν)εκλογής του γύρω από μία και μόνη αρχή: χωρίς αυτόν, η χώρα του θα καταστρεφόταν. Και πάλι, από πλευράς Δημοκρατίας, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα.
Το βασικό όμως πρόβλημα είναι ότι ο Τσάβες και, κάτι που είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, μια αρκετά μεγάλη ομάδα «ιδεολόγων» σε ολόκληρο τον κόσμο (στη χώρα μας δεν λείπουν, πώς θα μπορούσαν άλλωστε στη χώρα που γέννησε όλες τις ιδέες;), επιχειρούν να εμφανίσουν την πορεία του και την εκλογική νίκη του, ως παραδειγματική μιας «νέας» ή «διαφορετικής», πάντως αυθεντικής, «Αριστεράς». Ως προς αυτό, όσοι βλέπουμε την Αριστερά με άλλα μάτια -με τα μάτια της ειρηνικής ρήξης, της επικράτησης του λόγου επί της βίας, της βελτίωσης της ζωής των πολλών και της ζωής των άλλων, του σεβασμού των δικαιωμάτων- οφείλουμε να είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί. Η ημι-δημοκρατία, όσο και αν δικαιώνεται στις κάλπες, δεν μπορεί να είναι κάτι στο οποίο προσβλέπει η Αριστερά της μετα-σοβιετικής εποχής. Είναι ανοιχτό ζήτημα αν οι αλλαγές που έφερε στη χώρα του ο Τσάβες -γιατί αυτό είναι αναμφισβήτητο, έφερε βαθιές αλλαγές- ωφέλησαν περισσότερο αυτούς που το είχαν ανάγκη κι έβαλαν τις βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον στη Βενεζουέλα και γενικά στη Λατινική Αμερική. Είναι όμως βέβαιο, πάντα υπό την οπτική της δημοκρατικής Αριστεράς, ότι ο καουντιλισμός, ο μεγαλοϊδεατισμός, ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός, δεν είναι παραδείγματα προς μίμηση.
Ούτε καν από αυτούς που, φαντάζομαι, με μεγαλύτερη επιμονή μετά την επανεκλογή του, σκέφτονται και αναγγέλλουν ότι θα σώσουν και τη δική τους χώρα με το πετρέλαιο και το μοντέλο του κυρίου Τσάβες.