Θα ξεκινήσω με μία προσωπική εμπειρία: Στην υπόθεση της 17Ν, βρέθηκα στα έδρανα της υπεράσπισης, ως συνήγορος ενός εξαιρετικά σοβαρού ανθρώπου. (Για την ιστορία, αποδείχτηκε ότι δεν είχε οποιαδήποτε σχέση και αθωώθηκε). Στο οκτάμηνο λοιπόν διάστημα που κράτησε η δίκη, επιβεβαίωσα βιωματικά κάτι, το οποίο μόνον θεωρητικά ως τότε είχα προσεγγίσει. Ότι δηλαδή, η εκδοχή που μπέρδευε την τρομοκρατία με τη λεγόμενη «προοδευτική» στάση, ήταν μια γελοία αυταπάτη.
Διότι, σε αντίθεση με τις μυθικές διαστάσεις που είχαν προσλάβει τα μέλη της 17Ν όσο δρούσαν στο σκοτάδι, μόλις βγήκαν στο φως, στην πλειονότητά τους αποδείχτηκαν συντηρητικοί μικροαστοί. Με τον βαλκανικό μάλιστα πατριωτισμό τους, τους επαρχιώτικους καθωσπρεπισμούς τους, τις δεισιδαιμονίες τους, αλλά και τα εξοχικά τους, τις πεθερές τους, τους συμπεθέρους τους, τους κουμπάρους τους και τα σόγια τους.
Ούτε καν «για τα μάτια» λίγο αντικομφορμισμό, έτσι, ως δήθεν ρήξη με την «κρατούσα αισθητική». Διότι, κάποιες αυτοαναφορές του Χ. Ξηρού για τα «αρχ@@@@» του, που παρέπεμπαν σε λούμπεν καφενειακή «αντρίλα», μόνον αντικομφορμισμό δεν μπορούσαν να σημαίνουν. Πόσο μάλλον η φαντασίωση του Κουφοντίνα ότι είναι Κολοκοτρώνης που τον υμνεί ο Παλαμάς, η οποία θύμιζε θεολόγο γυμνασιάρχη παλιών εποχών.
Άσε που τότε δημοσιεύτηκε και πόρισμα έρευνας, για την στάση της ίδιας της κοινωνίας απέναντι στην 17Ν, το οποίο αποκάλυψε ακόμη περισσότερα. Ότι δηλαδή, όσοι συμπολίτες μας τοποθετούσαν τον εαυτό τους στην συντηρητική παράταξη, συμμερίζονταν σε μεγαλύτερο ποσοστό τις θέσεις της 17Ν, από αυτούς που αυτοποθετούνταν στην αριστερά ή στην κεντροαριστερά! Πράγμα που πρόδιδε τον βαθύ συντηρητισμό της τρομοκρατίας. Αλλά και κάτι άλλο. Ίσως και την γενεαλογία του σημερινού «εθνολαϊκισμού». Γι’ αυτό και ουδείς θέλει να θυμάται τέτοια «ανοίκεια» και «παράδοξα» ευρήματα.
Η διαπίστωση όμως του μικροαστισμού των μελών της 17Ν ανέτρεπε, εκτός από την μυθολογία του «προοδευτισμού» τους και κάτι άλλο. Τη μυθολογία ότι η τρομοκρατία έχει δήθεν κοινωνικές αιτίες. Αφού, από το ίδιο το κοινωνικό στάτους των μελών της προέκυπτε, ότι η δράση τους μόνο έργο απελπισμένων κοινωνικών αγωνιστών δεν ήταν. Άλλωστε, ποια κοινωνική αιτία οδήγησε στον φόνο του νεαρού Τούρκου δεκανέα από την 17Ν; Ή στον εγκλεισμό, μέσα σε άδειο βαρέλι από τυρί, «έτσι για την πλάκα τους», ενός υπαλλήλου SUPER MARKET μετά το τέλος της ληστείας σ’ αυτό;
Μπορεί λοιπόν να μην έχει κοινωνικές αιτίες, άρα ούτε κοινωνικό αίτημα η τρομοκρατία. Μήπως όμως υλοποιεί το αίτημα για ελευθερία; Εδώ η απάντηση είναι εφιαλτική. Διότι, δεν μπορείς να ισχυρίζεσαι ότι αποβλέπεις σε ένα καθεστώς ελευθερίας, όταν αυτοανακηρύσσεσαι: α) Σε νομοθέτη, που ορίζει ποιος έχει δικαίωμα να ζήσει και ποιος έχει υποχρέωση να πεθάνει. β) Σε δικαστή, που δικάζει με βάση τον δικό του νόμο και γ) Σε δήμιο, που εκτελεί τις θανατικές ποινές τις οποίες ο ίδιος επέβαλε.
Μήπως, τέλος πάντων, υποθάλπει το αίτημα της αυτονομίας, στηρίζοντας την συμμετοχή των πολιτών στις κοινές υποθέσεις; Η απάντηση είναι και εδώ απόλυτη: Ουδέποτε η μιλιταριστική δράση, οδήγησε σε κάτι τέτοιο. Διότι, όταν μετατρέπεις τις δημόσιες υποθέσεις, σε «τόπο κυνηγιού μιας επιτροπής δημόσιας σωτηρίας», όπως εύστοχα επισήμανε ο Καστοριάδης, ρητά αποκλείεις τη συμμετοχή των πολιτών από την διαχείρισή τους.
Αν λοιπόν η τρομοκρατία δεν είναι έργο «αντικομφορμιστών», ούτε απελπισμένων «κοινωνικών αγωνιστών», ούτε των «εραστών της ελευθερίας» ή της αυτονομίας, τότε τίνος έργο είναι; Την απάντηση έδωσε ο Πρίμο Λέβι λίγο πριν αυτοκτονήσει, όταν μας είπε ότι οι πιο επικίνδυνοι να γίνουν δολοφόνοι, είναι οι άνθρωποι, που «…είναι έτοιμοι… να δράσουν, χωρίς να κάνουν ερωτήσεις». Με άλλα λόγια οι φανατικοί, οι οποίοι, κατά τον Άμος Οζ, «έχουν μόνον απαντήσεις και ποτέ ερωτήσεις».
Αυτά όμως ίσχυαν για την παλιά γενιά των τρομοκρατών της «17Ν», η οποία σκότωνε με «άποψη». Κι όταν μιλάμε για «άποψη» δεν ήταν τίποτε άλλο, από τα τριτοκοσμικά φληναφήματα, που διακήρυσσαν οι λοχίες στρατοκράτες του Τρίτου Κόσμου, τύπου Αμίν Νταντά, Μποκάσα και Μεγκίστου. Οι οποίοι, αφού ανελάμβαναν με τα μυδράλια την εξουσία, ονόμαζαν τα στρατιωτικά τους καθεστώτα «σοσιαλισμό» και την εξολόθρευση ολόκληρων πληθυσμών, αγάπη για το λαό.
Η καινούργια όμως γενιά των τρομοκρατών, όπως προκύπτει από τις διακηρύξεις τους και τις πράξεις τους, έχουν μια «πυρηνική» διαφορά από την παλιότερη: Δεν έχουν ως πρότυπο ούτε τον Αμί Νταντά. Δηλαδή, δεν σκοτώνουν με «άποψη». Εμφανίζονται απλώς ως φορείς ενός λυσσαλέου μίσους για όλους. Από τον εργαζόμενο, μέχρι τον εργοδότη, από τον αδιάφορο, μέχρι αυτόν που διαβάζει την «προκήρυξή» τους. Ενός μάλιστα αυθεντικού μίσους, το οποίο αναβλύζει από τα «έγκατά» τους, ως στοιχείο της ταυτότητάς τους. Και είναι «φυσιολογικό» αυτό, αφού «….όταν δεν μπορεί κανείς να ορίσει θετικά τον εαυτό του, τον ορίζει με το μίσος προς τον Άλλο», (Καστοριάδης, «Ακυβέρνητη Κοινωνία», εκδόσεις Ευρασία). Με άλλα λόγια, μισούν για να υπάρχουν.
Από τη στιγμή όμως που το μίσος ανάγεται σε σκοπό της ύπαρξής τους, λειτουργεί και ως απόδειξη της ύπαρξής τους: Μισούν, άρα υπάρχουν. Κι αφού το μίσος ορίζει την ύπαρξή τους, δεν έχουν και ανάγκη από καμία δικαιολόγηση των πράξεών τους, που πηγάζουν από αυτό. Έτσι, ως «μεταμοντέρνοι» τρομοκράτες, δεν χρειάζεται να επικαλούνται κάποια «ανώτερη αλήθεια» ή ιδεολογία, εν ονόματι της οποίας απεργάζονται τον θάνατο των άλλων. Ούτε βεβαίως αισθάνονται την ανάγκη να εμφανίζονται ως εξουσιοδοτημένοι από την ιστορία ή το Θεό, δηλαδή ως «ενσάρκωση του Καλού», που τιμωρεί τους αμαρτωλούς. Τους αρκεί το μίσος τους ως ανώτατη «αλήθεια».
Όταν όμως μόνο το μίσος είναι αυτό που δίνει «νόημα», τότε μιλάμε για πλήρη απουσία νοήματος. Διότι το μίσος δεν παράγει κανένα νόημα. Το επισήμανε με μοναδικό τρόπο η Χάνα Άρεντ, όταν μας είπε ότι ο ολοκληρωτισμός, ο οποίος μόνο στο μίσος μπορεί να αποβλέπει και να στηρίζεται, μας φέρνει αντιμέτωπους με την δημιουργία αυτού που δεν έχει νόημα, του α-νοηματικού. Το οποίο, για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί και να κατανοηθεί. Διότι, όπως συμπλήρωσε ο Καστοριάδης στον διάλογό του μαζί της, μπορούμε να κατανοήσουμε τον Παρθενώνα ή τον Μάκβεθ. Δεν υπάρχει όμως, ούτε μπορεί να υπάρξει κατανόηση του Άουσβιτς και του Γκουλάκ.
Έτσι, τα εγκλήματα μίσους που υλοποιούν το παραλήρημα του νέου ολοκληρωτισμού της τρομοκρατίας, μας φέρνουν αντιμέτωπους πάλι με το «απόλυτο κακό». Αυτό το οποίο ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν όχι μόνο να κατανοήσει, αλλά «δεν μπορεί ούτε να τιμωρήσει, ούτε να συγχωρήσει». Αφού «…δεν μπορεί ούτε η οργή να το εκδικηθεί, ούτε αγάπη να το αντέξει, ούτε η φιλία να το συγχωρήσει», όπως πάλι συγκλονιστικά, μας είπε η Χάνα Άρεντ.
Και είναι προφανές πως δεν υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης των ακτιβιστών του μίσους, όταν το μίσος για τον Άλλο, είναι όρος της ύπαρξής τους. Οπότε, τίθεται το ερώτημα: Ποια μπορεί να είναι η στάση μιας δημοκρατικής κοινωνίας, μπροστά στην παντοδυναμία των ακτιβιστών του θανάτου;
Ο ραψωδός της αυτονομίας Κ. Καστοριάδης μας την έδωσε ρητά, όταν ρωτήθηκε αν υπάρχει ιστορική αναγκαιότητα: Ακόμη και αν αποδειχθεί ότι υπάρχει ιστορική αναγκαιότητα, είπε, η οποία μάλιστα επιφυλάσσει για την ανθρωπότητα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εμείς θα είμαστε εναντίον των στρατοπέδων συγκέντρωσης…
Δημοσιεύεται στο e-κύκλος