Η κυοφορούμενη Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη λειτουργία της «τρόικας» στις 4+1 χώρες υπό Μνημόνιο (η Ισπανία είχε «μίνι Μνημόνιο» και «ολίγη επιτήρηση») διαθέτει συμβολική κυρίως σημασία. Αλλά πάντως, ας μου επιτραπεί, ο βαρβαρισμός, σημαντική σημασία.
Η μειωμένη ουσιαστική επιρροή της Έκθεσης οφείλεται, πρώτον, στο ότι άργησε πολύ να λάβει χώρα -τόσο πολύ, που οι χώρες βγαίνουν μία-μία από τα Μνημόνια, πριν καν ολοκληρωθεί η κοινοβουλευτική διαδικασία΄ δεύτερον, στο ότι, από την ίδια της τη φύση (πρόκειται για «έκθεση πρωτοβουλίας», που αρχίζει και τελειώνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) δεν έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα -και μάλιστα, το Κοινοβούλιο που θα την ψηφίσει, θα διαλυθεί λίγες μέρες αργότερα΄ τρίτον και ουσιαστικότερον, στο ότι αυτά που λέει δεν είναι ούτε πρωτότυπα, ούτε πολιτικά ρηξικέλευθα. Μένει, λοιπόν, η σημασία τού να τα λέει, έστω και με καθυστερημένο και μη κανονιστικό τρόπο, ένα θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταφάσκοντας σε αυτά που λέμε πολλοί, και μέσα από αυτές τις στήλες, εδώ και πολύ καιρό.
Η Έκθεση φαίνεται να προσανατολίζεται σε έξι βασικές παρατηρήσεις, που φέρνουν στην επιφάνεια αντίστοιχα προβλήματα, τρία από τα οποία θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «νομιμοποίησης» και τρία «οικονομικής λογικής»:
– Ενώ οι συνθήκες –οι γενεσιουργοί λόγοι της κρίσης και οι δυνατότητες/αδυναμίες των υπό Μνημόνιο χωρών- διέφεραν πολύ από περίπτωση σε περίπτωση, η «συνταγή» –η λογική των Μνημονίων αλλά και τα επιμέρους μέτρα- ήταν σχεδόν ίδια
– Η Ευρωπαϊκή ‘Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δηλαδή τα συστατικά μέρη της τρόικας, πιάστηκαν απροετοίμαστοι στην κρίση και (η Έκθεση δεν το λέει τόσο καθαρά αλλά θεωρώ ότι το υπονοεί) επαφιέθηκαν υπερβολικά στην «τεχνογνωσία» του ΔΝΤ
– Η όλη λειτουργία της τρόικας –διαπραγμάτευση Μνημονίων, τρόπος επιτήρησης μέτρων τους, πολιτική ενημέρωση αρμοδίων θεσμικών οργάνων- χαρακτηρίζεται από αδιαφάνεια και ατυπία
και
– Τα μέτρα των Μνημονίων απείχαν αδικαιολόγητα από δύο βασικά συστατικά της επίσημης οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης -τη «λογική της στρατηγικής της Λισαβόνας και των στρατηγικών Ευρώπη 2020»- άρα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εξαρχής «αντιαναπτυξιακά»
– Μια σειρά από βασικές παραδοχές των Μνημονίων –σχετιζόμενες με το χρόνο της ανάκαμψης, της διάρκεια της ύφεσης, την επιρροή της λιτότητας, το βάθος και την πίεση από την ανεργία και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων- αποδείχθηκαν «υπερβολικά αισιόδοξες»
– Δεν μετρήθηκε ορθά το «κόστος προσαρμογής», δηλαδή –το λέω με δικά μου λόγια- το βάρος που θα έπεφτε στις κοινωνίες των χωρών που υπήχθησαν στο πρόγραμμα και το κατά πόσο οι κοινωνίες θα μπορούσαν αν σηκώσουν αυτό βάρος.
Το ξαναλέω: δεν είναι οι πρώτοι που μας τα λένε αυτά και δυστυχώς δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να τα εφαρμόσουν. Το ότι δεν υπάρχουν, όμως, νομικές συνέπειες, ουδόλως σημαίνει ότι δεν μπορούν, και δεν πρέπει, να υπάρξουν, από εδώ και μπρος, πολιτικές συνέπειες.
Και αυτές είναι δύο ειδών: εκατέρωθεν συμφωνημένη -μέσα από πραγματική, αυτή τη φορά, διαπραγμάτευση- αλλαγή μιας «συνταγής» με τόσα προβλήματα΄ και διευκόλυνση –χωρίς τυπικισμούς και έγερση ολοένα νέων εμποδίων- των χωρών να εξέλθουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τα Μνημόνια, αφού βέβαια ολοκληρώσουν τον κύκλο των εξ αυτών υποχρεώσεων τους.
Ενδεχόμενη μη «συμμόρφωση» με αυτά τα πολιτικά συμπεράσματα, που εξάγονται ευθέως από την Έκθεση, θα δημιουργήσει νέα ζητήματα νομιμοποίησης. Αλλά αυτό είναι ευθύνη των νέων οργάνων, που θα εκλεγούν μετά το Μάιο –και ιδίως του νέου, και από αυτή την άποψη ιδιαίτερα κρίσιμου, Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.