Η Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠαΣοΚ – ΔΗΜΑΡ, πολιτικές κινήσεις) πέτυχε στις εκλογές τους μισούς στόχους της. Κατόρθωσε να συσπειρώσει τις δυνάμεις που αποτελούν τις συνιστώσες της και να εγγράψει υποθήκη για τη μελλοντική ανασυγκρότηση του χώρου.
Το άλλο μισό όμως των στόχων της Δημοκρατικής Συμπαράταξης μέλλει να επιτευχθεί αν γίνουν αντιληπτά δύο πράγματα. Πρώτον, να «διαβάσει» το πώς επιτεύχθηκε η μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ από τον «αριστερισμό» προς τον χώρο της συντηρητικής απολιτικότητας. Σε εποχές κρίσης της αξιοπιστίας της πολιτικής, η απολιτικότητα, αν δεν υπάρχει σοβαρή απάντηση σε αυτήν, κερδίζει εκλογές. Δεύτερον, χρειάζεται να πάψει να ετεροπροσδιορίζεται ως τρίτος ενδιάμεσος πόλος μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.
Ο χώρος αυτός, χρόνια τώρα, διαβάζει λανθασμένα την πραγματική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό έχει εγκλωβιστεί στη λογική του ενδιάμεσου πόλου. Ο λεγόμενος «τρίτος πόλος» χαρακτηρίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ ως αποκλειστικά λαϊκίστικο κόμμα απέτυχε να προβλέψει τη μετεξέλιξή του. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2008 και μετά ήταν ένα αριστερίστικο μόρφωμα. Η άρνηση καταδίκης της ατομικής βίας, οι κρατικοποιήσεις και ο κρατισμός ως πυρήνας της στρατηγικής του και μείζον πολιτικό πρόταγμα, η αριστεία ως ρετσινιά, η εξουσία ως κάτι που ξεπερνά την κυβέρνηση, όλα αυτά ήσαν αριστερισμός. Η προσαρμογή του το μετέτρεψε πρώτα σε λαϊκίστικο κόμμα και στη συνέχεια σε απολίτικο. Πίσω και πάνω όμως απ’ όλα αυτά κρύβονταν ο συντηρητισμός, η βούληση να μην αλλάξει τίποτα από την Ελλάδα του 2009. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ο ηγέτης του κόμματος ερχόμενος στην εξουσία είχε δύο δρόμους να επιλέξει: ή να πέσει για τις ιδέες του, όπως έκανε ο Λαφαζάνης, ή να ακολουθήσει μια απολίτικη και συνάμα συντηρητική πορεία, της οποίας η μοναδική προτεραιότητα θα ήταν η παραμονή στην εξουσία. Επέλεξε το δεύτερο.
Βεβαίως, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ διαβάστηκε μόνο ως λαϊκίστικος σχηματισμός, έπρεπε να εφευρεθεί και ένα αντίπαλο δέος, για να δικαιολογηθεί ο ενδιάμεσος πόλος. Ετσι ανακαλύφθηκε το δέος του «νεοφιλελευθερισμού», μιας ιδεολογίας που πέρασε και δεν ακούμπησε κανένα μεγάλο ελληνικό πολιτικό σχηματισμό.
Το πρόβλημα με τον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι ίδιο σε Ελλάδα και Ευρώπη. Στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, έζησαν απευθείας τον νεοφιλελευθερισμό, μέσω πολιτικών που εφάρμοσε το δικό τους πολιτικό σύστημα, ενώ εδώ τον ζούμε μέσω της πίεσης που ασκούσαν και ασκούν τα μνημόνια, αλλά όχι ως σύλληψη του δικού μας πολιτικού συστήματος. Επίσης στην Ευρώπη όσα δημοκρατικά αριστερά κόμματα ασκούν κριτική στον νεοφιλελευθερισμό, έχουν ενσωματώσει στον πολιτικό τους λόγο τον κλασικό και τον πολιτικό φιλελευθερισμό, ενώ στην Ελλάδα η απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού υποκρύπτει άρνηση του φιλελευθερισμού. Αυτό όμως δεν είναι Αριστερά.
Η λύση έγκειται, όχι στην εμμονή σ’ έναν φανταστικό εχθρό όπως είναι η «ακραία νεοφιλελεύθερη Δεξιά», εφεύρεση πνευματικής και πολιτικής αδράνειας, αλλά στην κριτική κατά του πρώτου πόλου που είναι η συντηρητική και κρατικίστικη πλευρά του πολιτικού μας συστήματος, όπως αυτή, σήμερα, εκφράζεται τόσο από τη ΝΔ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ενδιάμεσος πόλος, η απολυτοποίηση του λαϊκισμού και ο αντί-φιλελευθερισμός, είναι βούτυρο στο ψωμί όσων θέλουν να παραμείνει ο «τρίτος πόλος» ένας ανύπαρκτος πόλος. Βεβαίως το «ποιοι παλιοί και ποιοι νέοι» θα εκφράσουν την προτεινόμενη εδώ αλλαγή «παραδείγματος» είναι θέμα τεράστιας σημασίας για το μέλλον του δεύτερου πόλου.