Τα Μνημόνια προσδιορίζονται ανεξαιρέτως από δημοσιονομικές παρεμβάσεις με στόχο την εξυγίανση της οικονομικής διαχείρισης και την προσαρμογή του Δημοσίου. Η εισοδηματική πολιτική είναι ιδιαίτερα περιοριστική με συνεχείς μειώσεις των πραγματικών αμοιβών, ώστε να αποκαθιστούν στον βραχυχρόνιο ορίζοντα τη χαμένη ανταγωνιστικότητα που επιφέρει η μείωση της παραγωγικότητας και της δημοσιονομικής αναποτελεσματικότητας. Το μείγμα αυτής της πολιτικής συνεπικουρείται από μεταρρυθμίσεις που ολοένα «αναμένεται» να μεταθέτουν τις παραγωγικές δυνατότητες.
Ωστόσο, η νομισματική πολιτική ακολουθεί τους γενικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ενώ η ολιγοπωλιακή διάταξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος συνεχίζει να χρεώνει την πραγματική οικονομία με αδικαιολόγητα υψηλό κόστος χρήματος. Και εγείρεται το ερώτημα. Εάν αυτή η πολιτική δεν απέδωσε επί πέντε και πλέον έτη, γιατί να αποδώσει τώρα; Είναι άραγε τόσο μοναδική η διοικητική δεινότητα του πρωθυπουργού που θα καταφέρει, στο ίδιο πλαίσιο νομισματικής πολιτικής, όσα δεν έγινε δυνατό να υλοποιηθούν όλα αυτά τα χρόνια, και παρά την πλήρη κυβερνητική ανεπάρκεια στο αμέσως προηγηθέν διάστημα των 7 μηνών, που επιδείνωσε την κατάσταση. Επιτέλους, ας πούμε αλήθειες. Οσο οι τράπεζες και το νομισματικό σύστημα δεν στέκονται αρωγοί στην προσπάθεια ανάκαμψης υποστηρίζοντας την πραγματική οικονομία με φθηνό και προσβάσιμο χρήμα, το 3ο Μνημόνιο δεν έχει κανέναν λόγο να μην ακολουθήσει την αποτυχία των προηγούμενων. Η πολιτική σταθερότητα όσο και η μεταρρυθμιστική ικανότητα του κ. Τσίπρα είναι ένα ρητορικό προπέτασμα για την αποτροπή της χρεοκοπίας που απλώς θα αποτύχει, οδηγώντας τη χώρα στο 4ο Μνημόνιο με την ελπίδα ότι αυτό δεν θα σηματοδοτεί και την οικειοθελή έξοδό μας από το ευρώ.
Οι πραγματικά ευρωπαϊκές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας πρέπει να απαιτήσουν την άμεση μεταρρυθμιστική αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, όσο και ένα άλλο μείγμα πολιτικής με ενεργό ρόλο του νομισματικού τομέα και των τραπεζών. Ας αναλογισθούν κάποιοι. Εάν ελάχιστα από τα λεφτά που δόθηκαν και δίνονται για τη μαύρη τρύπα της δημοσιονομικής εξυγίανσης κατευθύνονταν στην ικανή κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, ώστε με άνεση να υποστούν ζημίες, χρηματοδοτώντας επιχειρηματικές προσπάθειες μέσα από ορθολογικές (και όχι πελατειακές) αποφάσεις, μήπως θα είχε έρθει η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας και μέσω αυτής η ειλικρινής εξυγίανση του ίδιου του τραπεζικού συστήματος;