Αν κάτι διαφοροποιεί αισθητά το τρίτο μνημόνιο από τα προηγούμενα δύο είναι η συμπερίληψη δράσεων και πολιτικών σχεδόν για κάθε τομέα κυβερνητικής πολιτικής. Από το ασφαλιστικό σύστημα, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τη φορολογία, τα επενδυτικά κίνητρα και τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση μέχρι και την πρωτοβάθμια περίθαλψη, την έρευνα και την καινοτομία, το νέο σχολείο, την απασχόληση και την κατάρτιση, τη διαφθορά, το περιβάλλον, την ενέργεια και τη γεωργία, το νέο μνημόνιο φαντάζει ως ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημόσιων πολιτικών. Για κάποιους αυτό είναι θετικό, αφού πιστεύουν ότι χωρίς την εποπτεία και τον έλεγχο των εταίρων μας δεν μπορούμε να οδηγήσουμε μόνοι μας τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, ενώ για κάποιους άλλους αποτελεί απόδειξη παράδοσης της εθνικής μας κυριαρχίας και παράγοντα συνεχούς υστέρησης. Σίγουρα, όμως, και στις δύο περιπτώσεις, αποτελεί ομολογία αποτυχίας –κυρίως του πολιτικού κόσμου–, αφού χρειάστηκε η χώρα να τεθεί, και συνεχίζει να είναι, υπό διεθνή επιτροπεία παρόλο που είναι μέλος της Ε.Ε. και της ΟΝΕ. Μπορεί αυτή η αποτυχία να μετατραπεί σε παράθυρο ευκαιρίας για τη χώρα μας; Η απάντηση είναι αδιαμφισβήτητα, ναι, υπό συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις.
1. Εθνικό πρόγραμμα: Πολλοί υπόσχονται, συνήθως προεκλογικά, ένα παράλληλο εθνικό πρόγραμμα που θα υλοποιείται μαζί με το μνημόνιο ή θα το υποκαταστήσει. Λίγες, όμως, είναι οι σοβαρές προσπάθειες που έχουν γίνει. Μήπως υπάρχει αυτό το εθνικό πρόγραμμα, τουλάχιστον για κάποιους τομείς, και απλά δεν το ξέρουμε ή δεν έχουν ασχοληθεί συστηματικά εκείνοι που πρέπει;
Στα πέντε χρόνια της οικονομικής κρίσης, η ελληνική πολιτεία διά των εκλεγμένων εκπροσώπων της και οι κεντρικές υπηρεσίες του κράτους, είχαν τεχνικές συζητήσεις και πολιτικές διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας για πολλά θέματα. Κάποια απ’ αυτά διαρκή, όπως η φορολογική πολιτική και διοίκηση ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ κάποια άλλα, όπως η εργαλειοθήκη 1 του ΟΟΣΑ, συγκεκριμένης περιόδου.
Η χώρα μας είχε, ή αναγκαστικά αποκτούσε, θέση σε πολλά θέματα την περίοδο αυτή, αφού κατά τη διάρκεια των συζητήσεων διαμορφωνόταν η εθνική πρόταση επί των θεμάτων αυτών. Ισως, πολλές φορές, να διακρινόταν από αποσπασματικότητα και προχειρότητα ή και να προέκυπτε από πρωτοβουλία της άλλης πλευράς, των δανειστών, όμως για πολλά θέματα οι πολιτικοί προϊστάμενοι των υπουργείων και κυρίως η κεντρική διοίκηση έχουν καταγεγραμμένο το ιστορικό και την εξέλιξη των προτάσεων, τα επιστημονικά /τεχνικά ή και άλλα συνοδευτικά κείμενα που υποστήριζαν την ελληνική άποψη. Σίγουρα, όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να αποταθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών (Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής και Οικονομικής Πολιτικής κ.α.) αλλά και σε αυτές των υπουργείων αιχμής και να αντλήσουν χρήσιμο υλικό. Η δουλειά αυτή δεν μπορεί να μείνει αναξιοποίητη. Η κυβέρνηση προκειμένου να διαμορφώσει συναινετικές, άρτια επεξεργασμένες και ρεαλιστικές πολιτικές, που στο σύνολό τους μπορούν να συνθέσουν ένα «εθνικό πρόγραμμα», έχει την ευκαιρία –χωρίς καθυστέρηση– να αξιοποιήσει το σχετικό υλικό και παράλληλα να ενεργοποιήσει εθνικά συμβούλια τομεακής πολιτικής, στα οποία θα συμμετέχουν πολιτικά κόμματα, οργανωμένοι κοινωνικοί φορείς κ.ά., να συνεργαστεί με ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια και να αξιοποιήσει τη διεθνή εμπειρία. Η ιστορία έχει δείξει ότι τα κείμενα των μνημονίων μπορούν να αλλάξουν. Αρκεί να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, να κερδίζουμε την εμπιστοσύνη και να αντιπροβάλλουμε σοβαρές, πειστικές και καλά προετοιμασμένες προτάσεις
2. Υλοποίηση/στελέχωση: Εχουν γραφτεί αρκετά, και η πρόσφατη εμπειρία κατέδειξε ακόμα περισσότερα, για τη σημασία που έχουν κυβερνητικά όργανα και υπηρεσίες, όπως το Γραφείο του Πρωθυπουργού, η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, η Γενική Γραμματεία Συντονισμού, το υπουργείο Οικονομικών κ.ά. για την επιτυχή υλοποίηση και παρακολούθηση του προγράμματος. Οι καλές πρακτικές διοίκησης και συντονισμού αποτελούν στην Ελλάδα εξαίρεση, ενώ το «αρχιπέλαγος» της ελληνικής γραφειοκρατίας δεν βοηθά την αποτελεσματικότερη εφαρμογή προοδευτικών πολιτικών και ορθολογικών μεταρρυθμίσεων.
Πέραν, όμως, της θεσμικής υστέρησης, το πρόβλημα εντοπίζεται και στο γεγονός ότι είναι ευάριθμα τα στελέχη που τοποθετούνται σε καίριες, για την υλοποίηση του προγράμματος, θέσεις που διακρίνονται από ικανότητα, γνώση και αποτελεσματικότητα. Η κομματική ταύτιση είναι ακόμα ισχυρή ως κριτήριο επιλογής, οι αμοιβές χαμηλές σε ειδικές θέσεις και τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα δεν ενθαρρύνονται να υπηρετήσουν σε δημόσιες θέσεις, ενώ η αιμορραγία προς το εξωτερικό ανθρώπων με εμπειρία, γνώσεις και ισχυρό βιογραφικό συνεχίζεται.
Αυτή τη στιγμή, όμως, για να «βγει η δουλειά» χρειαζόμαστε τους καλύτερους. Οι περιορισμοί χρειάζεται να αρθούν με αξιοκρατικό και αντικειμενικό τρόπο, αφού χρειάζεται να προσελκύσουμε στη Διοίκηση τους αποδεδειγμένα ικανούς και να αναλάβουν μέσα από διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες τις κατάλληλες θέσεις. Πολλές από τις δεσμεύσεις του μνημονίου απαιτούν κόπο και σχέδιο και η δημιουργία ομάδων έργου για την υλοποίησή τους χρειάζεται να έχουν επικεφαλής ικανούς τεχνοπολιτικούς και ισχυρή πολιτική στήριξη προκειμένου να μη σκοντάψουν στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και της κομματικής υστεροβουλίας.
Δεν μας λείπουν ούτε οι ιδέες ούτε οι άνθρωποι. Μας λείπει το πολιτικό παράδειγμα που θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει την κοινωνία. Θα βρεθεί.