Τρίτη εντολή

Γιάννης Παπαθεοδώρου 24 Οκτ 2018

Τις τελευταίες εβδομάδες, η διακυβέρνηση της χώρας έχει πάρει μια ενδιαφέρουσα θεατρική τροπή στη διασκέδαση. Πριν από λίγες μέρες ανέβηκε στη σκηνή το «μονόπρακτο Καμμένου», μετά ανέβηκε το «μονόπρακτο Πολάκη», και ακολούθησε το «μονόπρακτο  Κοτζιά». Έπεται και συνέχεια. Επειδή όμως οι πολίτες δεν ψήφισαν την κυβέρνηση για να βλέπουν φαρσοκωμωδίες αλλά για να λύνει τα προβλήματά τους, είναι πολύ πιθανό να αρχίσουν να βαριούνται τα μονόπρακτα και να αρχίσουν να σκέφτονται τι θα ψηφίσουν στις κάλπες. Μπροστά σε αυτά το σκηνικό, τα κόμματα και οι κινήσεις της Κεντροαριστεράς, (με κύρια κομματική έκφραση το Κίνημα Αλλαγής) εκπέμπουν ένα μάλλον θολό στίγμα. Από την «εθνική συνεννόηση» και τις «ίσες αποστάσεις» περάσαμε στο σωστό αίτημα για «εκλογές τώρα» και αμέσως μετά στο πιθανό σενάριο για κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», με τη συμμετοχή δύο ή και τριών κομμάτων. Η έως τώρα προοπτική επιρροής των πολιτικών εξελίξεων στηρίζεται στην κάπως προβλεπόμενη λύση της «τρίτης εντολής». Φαίνεται πως και σε αυτό το χώρο, τα μονόπρακτα «ανεβαίνουν» και «κατεβαίνουν» εξίσου γρήγορα, ενισχύοντας την πολιτική αμηχανία των πολιτών.

Η αλήθεια είναι πως τα εκλογικά αποτελέσματα στη Βαυαρία επιτείνουν την εικόνα σύγχυσης και υποχώρησης της σοσιαλδημοκρατίας.[1] Είναι όμως πλέον ορατός ο κίνδυνος μιας διπλής αυτο-παγίδευσης: παράλληλα, δηλαδή, με την κενή περιεχομένου συζήτηση για τη «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρείται τώρα και μια σταδιακή «συριζοποίηση» της σοσιαλδημοκρατίας, στην επίπλαστη, μάλιστα, βάση ενός ακαθόριστου κοινού αντιδεξιού/προοδευτικού μετώπου. Δεν πρόκειται απλώς για «αλλαγή γραμμής» αλλά για έλλειψη στρατηγικής. Αρκεί η λύση της «τρίτης εντολής» για να δώσει ελπίδα στους προοδευτικούς πολίτες; Αρκεί η αντιδεξιά ρητορική για να πείσει ότι υπάρχει μια γνήσια επιστροφή στις ρίζες; Αρκεί η αλλαγή συμμαχιών για να ορθοποδήσει η σοσιαλδημοκρατία; Ας θυμηθούμε συνοπτικά τα αυτονόητα για να αποφύγουμε τα αδιανόητα.

Η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας διακρίθηκε για την ιστορική κατοχύρωση μεγάλων εθνικών στόχων και για την πολιτική κατοχύρωση βασικών κοινωνικών αγαθών. Στο μεταπολεμικό κόσμο, η σοσιαλδημοκρατία ταυτίστηκε με το πιο επιτυχημένο μοντέλο δημοκρατικής διακυβέρνησης. Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται, μάλιστα, με περισσή ευκολία, η σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν ποτέ η πολιτική οικογένεια της «ανα­δια­νο­μής» αλλά η κινητήρια δύναμη της ευημερούσας παραγωγής και του δημοκρατικού ελέγχου της ελεύθερης αγοράς. Ταυτόχρονα, ενσωματώνοντας τα προτάγματα του proteioπολιτικού φιλελευθερισμού, η σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε μια πραγματική «ήρεμη επανάσταση» για τα δικαιώματα των πολιτών στο επίπεδο της ισότητας και της ελευθερίας. Για αυτό και στην Ευρώπη, η σοσιαλδημοκρατία κατατασσόταν πάντα στην Αριστερά, με επιμέρους βέβαια ιδεολογικά ρεύματα, που δεν άλλαζαν όμως τη μεγάλη εικόνα. Αν θέλει κανείς να περιγράψει συνοπτικά το κεντρικό της στόχο, δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο πετυχημένη περιγραφή από τον τίτλο του βιβλίου της Σέρι Μπέρμαν: Το πρωτείο της πολιτικής.

Σήμερα, μαζί με την εκλογική κάθοδο της σοσιαλδημοκρατίας, υποχωρεί και αυτό το πρωτείο, ενώ παράλληλα δίπλα της αναπτύσσονται ανταγωνιστικά ιδεολογικά ρεύματα, που ολοένα και πιο πολύ θυμίζουν κάτι από το μεσοπολεμικό παρελθόν. Ίσως όμως από εκεί θα πρέπει να πιάσουμε ξανά το νήμα για να σκεφτούμε το σύγχρονο ρόλο της. Πράγματι, το ιδεολογικά και στρατηγικά ανταγωνιστικό μοντέλο απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία είναι ο νεοφιλελευθερισμός, στην ιδιάζουσα φάση της αυτορρύθμισης της αγοράς και του κοινωνικού αυτοματισμού. Κύριος αντίπαλος όμως της σοσιαλδημοκρατίας, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, και στο μεσοπόλεμο είναι η άνοδος της ακροδεξιάς και οι «εχθροί της δημοκρατίας». Ακριβώς αυτή η αφοσίωση στη δημοκρατία ήταν πάντα το κλειδί για να κατανοήσει η Κεντροαριστερά τον εαυτό της και να επινοήσει ξανά το ρόλο της. Ας δούμε το ελληνικό παράδειγμα.

Η Κεντροαριστερά επιμένει –και σωστά– στο θέμα της «εθνικής συνεννόησης». Τι σημαίνει όμως «εθνική συνεννόηση»; Ο όρος σηματοδοτεί την πολιτική συναίνεση ως πλαίσιο προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών από τους «εχθρούς της δημοκρατίας» και πάντως δεν μπορεί να σηματοδοτεί την ευκαιριακή συγκυβέρνηση δύο ή και τριών κομμάτων? πόσο μάλλον όταν έτσι απλώς διευκολύνεται η κυβερνητική επανάκαμψη του αριστερού λαϊκισμού, ή –ακόμα χειρότερα– η πιθανότητα να βρεθεί η Χρυσή Αυγή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ας το πούμε για άλλη μια φορά: το ποιος θα είναι το «τρίτο κόμμα» και το ποιος θα πάρει την «τρίτη εντολή» δεν είναι απλώς μια δημοσκοπική πρόβλεψη που θα καταλήξει σε μια εκλογική συμπεριφορά. Είναι ίσως το πιο σημαντικό θέμα για την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Είναι ένα μείζον διακύβευμα των εκλογών.

Προφανώς η βασική αντιπαλότητα με την «ακροδεξιά απ’ όπου κι αν προέρχεται» (άρα και με τον κ. Καμμένο των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) δεν σημαίνει πως η Κεντροαριστερά μπορεί να συνεχίσει την πολιτική των «ίσων αποστάσεων» απέναντι σε όλους. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα, άλλωστε, η πολιτική άμιλλα και ο υγιής κομματικός ανταγωνισμός δεν επιτρέπει να υπάρχουν «ίσες αποστάσεις» μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Επιπλέον, οι «ίσες αποστάσεις» δεν μπορούν να οδηγούν διαρκώς στη διατήρηση ενός μόνιμου εξισορροπητικού ετεροπροσδιορισμού («ούτε- ούτε»). Αντιθέτως αυτό που θα έπρεπε να ενδιαφέρει την Κεντροαριστερά είναι η «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ» με την παράλληλη δέσμευση της εθνικής και δημοκρατικής ευθύνης πως «η χώρα δεν θα μείνει ακυβέρνητη», με συσχετισμούς που θα επιβάλλουν οι πολίτες με την ψήφο τους. Το σοσιαλδημοκρατικό «πρωτείο της πολιτικής» στηρίχτηκε σε ένα νέο συμβόλαιο συμφιλίωσης και συμβιβασμού μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας, στον καιρό της εδραίωσης του κομμουνισμού και της ανόδου του φασισμού. Η σοσιαλδημοκρατία πέτυχε επειδή κάλυψε ένα κενό και απέσπασε τη συγκατάβαση της «μεγάλης κοινωνίας». Αυτό το κενό πρέπει να γεμίσει και πάλι σήμερα για να γίνει η «τρίτη εντολή» πρώτη επιλογή στις κάλπες.

[1] https://thecaller.gr/opinion/quo-vadis-kinal/