Ένα
καφεδάκι ήταν αρκετό για να προκαλέσει μια μικρή τρικυμία στο χώρο της
Κεντροαριστεράς. Δύο παλιοί φίλοι, λέει η μια εκδοχή της ιστορίας, συναντήθηκαν
και ήπιαν έναν καφέ. Δυο έμπειρα και ηγετικά στελέχη του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ,
λέει η άλλη ιστορία, συναντήθηκαν και συμφώνησαν να υπάρξει ένα είδος
«μορατόριουμ» ανάμεσα στα δύο βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης ∙ ίσως και ως
προανάκρουσμα ενός κοινού «προοδευτικού μετώπου». Φανερά νευρικό και ανήσυχο το
ΚΙΝΑΛ, έσπευσε πρώτο να υιοθετήσει την εκδοχή της φιλικής συνάντησης, διαψεύδοντας μάλιστα τα σενάρια για
μελλοντικές συγκλίσεις των «προοδευτικών δυνάμεων». Κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε
άρχισαν ήδη να ζητούν εξηγήσεις από αυτούς που θεωρούν ότι ακόμη και σήμερα
είναι η «ουρά της Δεξιάς». Δεν έλειψαν βέβαια και οι συγκαταβατικοί «παράγοντες»
που θέλουν, αργά και σταθερά, να οικοδομηθούν «μέτρα εμπιστοσύνης» μεταξύ των
δύο χώρων του «αντιδεξιού μπλοκ», σε βάθος χρόνου. Τίποτε από όλα αυτά δεν
αποτελεί σημαντική είδηση. Στη δημοκρατία, όλοι πίνουν καφέδες με όλους. Όπως
μάς έχει δείξει άλλωστε ο Αζίζ Νεσίν στο ομώνυμο βιβλίο του, ευτυχώς ο «καφές και η δημοκρατία» πάνε μαζί.
Ο ίδιος συγγραφέας έλεγε πάντως πως αμέσως
ξεχωρίζουμε τον καλό καφέ από τον κακό, τον μπαγιάτικο από τον φρέσκο, τον
νοθευμένο από τον αυθεντικό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα «προοδευτικά
μέτωπα».
Η συζήτηση για τη «σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων»
αναζωπυρώθηκε μετά από το πραγματικό πλέον δεδομένο της «απλής αναλογικής»,
στις επόμενες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στο αδιέξοδο της «ανασυγκρότησης» του
κόμματος αναζητά νέες συμμαχίες, και το ΚΙΝΑΛ προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το
ρυθμιστικό ρόλο του. Πρόκειται για θεμιτές και νόμιμες φιλοδοξίες που συχνά ωστόσο
συγχέουν το σκοπό με τα μέσα. Γιατί αν το μέσο είναι η «απλή αναλογική», τότε
μάλλον οι προβλέψεις είναι λανθασμένες. Με βάση τους ισχύοντες συσχετισμούς
δυνάμεων, προφανώς δεν θα σχηματισθεί καμία «προοδευτική κυβέρνηση» αλλά μια «κυβέρνηση
μειοψηφίας», που θα αποτελείται από το δεύτερο και το τρίτο κόμμα με την πιθανή
στήριξη του τέταρτου κόμματος στις επόμενες εκλογές. Θα ήταν μια ενδιαφέρουσα
συζήτηση για την ώρα του καφέ αλλά μια αδιανόητη συζήτηση για τη δημοκρατία. Θα
ήταν επίσης μια προσβλητική καταπάτηση της λαϊκής εντολής, όπως αυτή θα
αποτυπωνόταν στις κάλπες. Αλλά έστω και αν άλλαζαν οι συσχετισμοί, ποιοι και
πόσοι θα ήταν οι «πρόθυμοι» ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ που θα προσχωρούσαν στην
επιλογή μιας κυβερνητικής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ ;
Μέχρι πρόσφατα, οι εκλογικές και κοινοβουλευτικές αντοχές του
ΚΙΝΑΛ δοκιμάστηκαν επιτυχημένα, ακριβώς επειδή ήταν ο κατεξοχήν χώρος που κατέκρινε
συστηματικά τον τυχοδιωκτισμό της «πρώτη φορά Αριστεράς» και ανέδειξε ένα
διαφορετικό μοντέλο εθνικής ευθύνης. Ακόμη και όταν τα ποσοστά του μειώνονταν
δραματικά, ακόμα και όταν πρώην ψηφοφόροι και πρώην στελέχη αναζητούσαν άλλη
στέγη, ακόμη και όταν δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τον αρχικό ενθουσιασμό της
«μεγάλης Κεντροαριστεράς», το ΚΙΝΑΛ επέλεξε το δρόμο της αυτονομίας. Με λάθη,
με παραλείψεις, συχνά με θολό στίγμα και με αντιφατικά μηνύματα, το ΚΙΝΑΛ ήταν
ο κρίσιμος παίκτης που είχε σαφείς διαχωριστικές γραμμές από τη ριζοσπαστική
Αριστερά και από τη συντηρητική Δεξιά. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο χώρος
είχε και «ίσες αποστάσεις». Και δεν μιλώ για τις αυτονόητα άνισες αποστάσεις
που έχει κάθε φορά η αντιπολίτευση από την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά από τις
αποστάσεις που ορίζει το «ειδικό βάρος» των κομμάτων. Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι,
από την αρχή της κρίσης, το ΚΙΝΑΛ α) συμμάχησε πάντα και σταθερά με κόμματα που
αποδέχονταν την αταλάντευτη ευρωπαϊκή πορεία της χώρας β) εξασφάλισε τις μεγάλες
συναινέσεις που χρειάζονται για να υπάρξει πολιτική σταθερότητα γ)
υπερασπίστηκε τη δημοκρατική άμυνα απέναντι στην εμφανή απόπειρα ελέγχου των
ανεξάρτητων αρχών και αλλοίωσης των θεσμών από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η απόσταση
ανάμεσα στους δύο χώρους είναι επομένως υπαρκτή και δεδομένη.
Χαμένος στις αυταπάτες του και ζαλισμένος από τις αντιφάσεις του,
ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε πως δεν πάλευε για έναν «άλλο κόσμο που είναι εφικτός» αλλά
ανήκε ο ίδιος σε έναν άλλο κόσμο που ήταν ανέφικτος. Αυτό όμως είναι ίσως και το
πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του. Σε όλα τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα, ο
δικομματισμός/διπολισμός προϋποθέτει κόμματα που εναλλάσσονται μεν στην εξουσία
αλλά «μοιράζονται» την ίδια πολιτική κουλτούρα ∙ τουλάχιστον ως προς τις
βασικές αρχές της διάκρισης των εξουσιών, της ελεύθερης οικονομίας, της
ευρωπαϊκής προοπτικής, της δημόσιας ασφάλειας, του πολιτικού φιλελευθερισμού. Η
πρόσφατη εμπειρία της προηγούμενης διακυβέρνησης έδειξε πως τίποτε απ? όλα αυτά
δεν είναι «ακριβώς έτσι» για τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού, όπως έλεγαν τα στελέχη του :
«πήραμε την κυβέρνηση αλλά δεν πήραμε την εξουσία». Αυτό το πολιτικό και
ιδεολογικό κενό που άφησε η όμως διακυβέρνησή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είναι και η μεγάλη
πρόκληση για το χώρο της σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε τις αδυναμίες
του στην κυβέρνηση και εξαντλεί καθημερινά τα όρια του στην αντιπολίτευση. Όποιος
νομίζει πως η ριζοσπαστική Αριστερά είναι η νέα ηγεμονική σύνθεση που θα
αναλάβει τη «σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων», φοβάμαι πως θα βγει σύντομα
γελασμένος. Όσοι μάλιστα θεωρούν πως ο μόνος «φυσικός σύμμαχος» είναι ο ΣΥΡΙΖΑ,
είναι ήδη στον «πάγκο» της Κουμουνδούρου και δεν το ξέρουν. Και σίγουρα, θα
απομονωθούν από τους προοδευτικούς πολίτες που ήδη έχουν απαξιώσει τους
λογής-λογής «προξενητές» και «κηπουρούς». Αλλά δεν έχουν τόση σημασία οι
προσωπικές προβλέψεις για τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο οι πρωτοβουλίες στο εσωτερικό του
ΚΙΝΑΛ.
Πράγματι, η πίεση που υφίσταται ο χώρος είναι δεδομένη. Και το
φαινόμενο δεν είναι βέβαια μόνο ελληνικό. Η Σοσιαλδημοκρατία, η πιο πετυχημένη ιδεολογία
που γνώρισε την ακμή της στον 20ό αιώνα, είναι σήμερα ολοένα και πιο
«στριμωγμένη», ακολουθώντας μοντέλα συνεργασιών, που της στοιχίζουν τόσο σε
εκλογική επιρροή όσο και σε κοινωνική απήχηση. Η Σοσιαλδημοκρατία χάνει όταν
συμμαχεί με τη νέα Δεξιά, χάνει όταν συμμαχεί και με τη νέα Αριστερά. Αλλά αυτό
δεν σημαίνει πως η πορεία της συρρίκνωσής της είναι προδιαγεγραμμένη. Όπως στην
Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, τουλάχιστον, ο χώρος αυτός κυβέρνησε όχι μόνο επειδή
είχε μια συγκυριακή «στιγμή» εξουσίας αλλά επειδή κατάφερε να ορίσει τι
σημαίνει «προοδευτική διακυβέρνηση», σε έναν κόσμο που άλλαζε διαρκώς. Αυτό
πρέπει να κάνει και σήμερα η Κεντροαριστερά. Από τον ορισμό που θα δώσει στην
«προοδευτική διακυβέρνηση», θα εξαρτηθούν και οι συμμαχίες της Σοσιαλδημοκρατίας
και η αυτόνομη προοπτική της. Όλα τα
υπόλοιπα, είναι απλώς μια ακόμη τρικυμία στο φλιτζάνι.