Τυποποιώντας και σχηματοποιώντας κάπως τα πράγματα, μπορούν να καταγραφούν τρεις οπτικές σχετικά με τα αίτια και την αντιμετώπιση της κρίσης στη χώρα μας.
Η πρώτη τείνει να την αποδίδει σχεδόν αποκλειστικά στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, στη δομική κρίση του καπιταλισμού και στις κυρίαρχες συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αυτές βυθίζουν την Ευρώπη στην ύφεση και τους λαούς στην εξαθλίωση, περιστέλλοντας ταυτόχρονα τη δημοκρατία και τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Συνεπώς, κάθε απόπειρα εγχώριας μεταρρύθμισης, κάθε εκσυγχρονισμός και προσαρμογή στον σημερινό μεταβαλλόμενο κόσμο στερείται νοήματος. Πρωτεύει η κατάρρευση του καπιταλισμού, η ανατροπή της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης εν ονόματι κάποιας άλλης ή η αποχώρηση από την Ευρώπη και την ευρωζώνη με επιστροφή στον ανιστόρητο εθνικό προστατευτισμό και το εθνικό νόμισμα μέσω του χάους. Είναι προφανής εδώ η απόλυτη ετεροχρέωση και το απόλυτο άλλοθι για να μην αλλάξει τίποτα, για να μείνουν αλώβητα, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης, συντεχνιακά συμφέροντα και πελατειακά πλέγματα. Είναι η οπτική που υιοθετείται κυρίως από τους φορείς και από όσους ανήκουν στην παραδοσιακή κομμουνιστική και τη ριζοσπαστική αριστερά και δυστυχώς την είδαμε με έκπληξη να αντανακλάται σαφώς και στο κείμενο με τις υπογραφές των διανοουμένων και των πανεπιστημιακών δασκάλων που δημοσιεύτηκε στην Αυγή της Κυριακής (19/2/12), υπό τον τίτλο «Για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας».
Μια δεύτερη οπτική, αντιστρόφως προς την πρώτη, τείνει να αποδίδει τις συνέπειες της κρίσης στη χώρα μας σχεδόν αποκλειστικά στις ελληνικές ιδιαιτερότητες και στις γνωστές σε όλους μας στρεβλώσεις και στους αναχρονισμούς του ελληνικού οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού σχηματισμού. Αγνοώντας το δυσμενές ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον και την κρίση της χρηματοπιστωτικής μορφής του καπιταλισμού, απολυτοποιεί τη σημασία των εγχώριων μεταρρυθμίσεων, τις δυνατότητες και τα όριά τους. Δεν συζητά ότι και η επιβαλλόμενη συνταγή είναι λάθος, ούτε ότι οι οικονομικοί στόχοι που θέτει η τελευταία δανειακή σύμβαση είναι εντελώς ανέφικτοι σε συνθήκες ύφεσης, παρά τα τυχόν θετικά μέτρα που μπορεί να περιλαμβάνει. Απουσιάζει η κριτική προς τις κυρίαρχες συντηρητικές ευρωπαϊκές πολιτικές και η ανάγκη διεθνών θεσμικών ρυθμίσεων και ελέγχων. Είναι η οπτική που υιοθετείται κυρίως από φιλελεύθερους κύκλους και φορείς της κεντροδεξιάς.
Μια τρίτη οπτική επιχειρεί να συλλάβει με πιο συνολικό και σύνθετο τρόπο το πρόβλημα της κρίσης στη χώρα μας. Προσπαθεί να αναφέρεται και να ασκεί κριτική στο γενικότερο συντηρητικό ευρωπαϊκό περιβάλλον και στην αναγκαιότητα της αλλαγής του, αλλά και στην ειδική και με ιδιαιτερότητες περίπτωση της χώρας μας και στην αναγκαιότητα για βαθύτατες μεταρρυθμιστικές τομές στην οικονομία και το πολιτικό σύστημα. Είναι η οπτική που υιοθετείται από πρόσωπα και φορείς που δηλώνουν προσήλωση στο μεταρρυθμισμό και στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Όμως εδώ η αναλογία του μείγματος ευρωπαϊκό / εθνικό είναι τεράστιας σημασίας, το ίδιο και η αποφυγή των αντιφάσεων μεταξύ ρητορικής και πρακτικής, με το λαϊκισμό προ των πυλών.
Οι αναφορές στο συντηρητικό ευρωπαϊκό περιβάλλον, όσο χρήσιμες και αν είναι, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποβαθμίζουν και να επισκιάζουν την προτεραιότητα για τομές και μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας, αν θέλουμε να συνεχίσει η Ελλάδα να ανήκει στη Δύση. Γιατί ακόμα και αν υποθέσουμε πως η Ευρώπη αλλάζει και εισρέει άφθονη αναπτυξιακή βοήθεια, χωρίς μεταρρυθμίσεις θα καταλήξει στις μαύρες τρύπες της αναποτελεσματικότητας και της πελατειακής διαπλοκής. Θα καταλήξουμε πάλι στον ίδιο παρονομαστή. Το πέταγμα της μπάλας στην ευρωπαϊκή κερκίδα, για όσους το χρησιμοποιούν, μπορεί προσώρας να είναι άλλοθι βολικό, σύντομα όμως θα αποδειχθεί αναποτελεσματικό. Εξάλλου, εκφράζεται αυθεντικότερα από τους φορείς της κομμουνιστικής και της ριζοσπαστικής αριστεράς, είναι όμως απολύτως ξένο προς τη λογική και την πρακτική ενός σύγχρονου μεταρρυθμιστικού πολιτικού φορέα.