Ολα δείχνουν ότι ο δρόμος της βίαιης προσαρμογής της χώρας μας στις νέες συνθήκες, που διαμορφώνονται από την κυριαρχία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, θα είναι μακρύς, επίπονος και δύσβατος. Διότι, εκτός των άλλων, δεν κατέρρευσε μόνο το μεταπολιτευτικό παραγωγικό μοντέλο, κατέρρευσε και το πολιτικό σύστημα, που περιέπεσε σε μια απίστευτη πολιτική ανυποληψία. Η σχέση εμπιστοσύνης πολίτη και πολιτικής εξουσίας ή πολιτικών έχει κυριολεκτικά διαρραγεί. Ο θεσμός του αντιπροσώπου του λαού έχει υποστεί μια εξοντωτική φθορά από τα σκάνδαλα πολιτικής διαφοράς, από την ανικανότητα των φορέων του να τιμήσουν το αξίωμα, καθώς και από την τραγική διάψευση προσδοκιών ζωής και ελπίδων των εκλογέων. Και η επούλωση του αδιόρατου μεν, φοβερά όμως πραγματικού αυτού πλήγματος είναι το κρίσιμο πολιτικό και θεσμικό διακύβευμα της χώρας μας τα χρόνια που έπονται. Η αναγκαία αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής δεν μπορεί, ωστόσο, να εξασφαλιστεί, αν δεν προέλθει από τις ίδιους τους βουλευτές, από τις πολιτικές δυνάμεις και τα κόμματα που φιλοδοξούν να αντιπροσωπεύουν τον λαό και να μιλούν στο όνομα και για λογαριασμό του. Αυτό επιβάλλει η λογική της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η πολιτική εξουσία οφείλει να προχωρήσει άμεσα, εδώ και τώρα, πριν είναι πολύ αργά και την προλάβουν άλλες εξελίξεις, σε πράξεις πολιτικής αυτοκάθαρσης.
Οφείλει να πάρει πρωτοβουλίες χειροπιαστές, που να δείχνουν ότι το πολιτικό σύστημα έχει συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του και ότι είναι αποφασισμένο να πάρει, το ίδιο, μέτρα διαρθρωτικών αλλαγών, που να δηλώνουν συμβολικά και ταυτόχρονα θα καθιερώνουν διαδικασίες και πρακτικές ηθικής αποκατάστασης της πολιτικής σχέσης αντιπροσώπευσης βουλευτή – λαού. Για να ξαναβρεί η αντιπροσώπευση τη συνταγματική της βάση: οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος (άρθρο 51 παρ. 2 Σ), τον λαό συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροπρόθεσμα και όχι μόνο τα συγκυριακά του συμφέροντα. Για να πάψουν να αισθάνονται και να ενεργούν οι ίδιοι ως εκπρόσωποι απλά των ψηφοφόρων τους ή της εκλογικής τους περιφέρειας.
Στην ίδια αυτή εφημερίδα («Καθημερινή», 11 Μαρτίου 2012) είχαμε από κοινού με τον φίλο και συνάδελφο Νίκο Αλιβιζάτο προτείνει μια πρώτη δέσμη μέτρων για την υπέρβαση της κρίσης αξιοπιστίας της πολιτικής. Στις ιδέες εκείνες επανέρχομαι σήμερα, γιατί πιστεύω ότι στο μεταξύ ωρίμασαν και βρίσκουν σήμερα μεγαλύτερη απήχηση.
Πρώτη ιδέα, η μείωση του αριθμού των βουλευτών με απόφαση της Βουλής μέχρι του επιτρεπτού από το Σύνταγμα αριθμού των 200 βουλευτών. Δεν είναι δημοσιονομικοί οι λόγοι που επιβάλλουν αυτή τη μείωση. Αλλά λόγοι βαθύτατα θεσμικοί. Η μείωση θα συντείνει στην αναβάθμιση της θέσης, της αποστολής και του κύρους του κάθε βουλευτή ξεχωριστά. Θα μειώσει την έκταση, το πεδίο και την ένταση των πελατειακών πιέσεων των ψηφοφόρων πάνω στους βουλευτές, θα περιορίσει τις εκλογικές δαπάνες και τον αθέμιτο ανταγωνισμό προβολής των υποψηφίων. Τέλος, θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα των συζητήσεων και αποφάσεων στη Βουλή.
Η προηγούμενη ιδέα αποκτά νόημα όταν συνδυαστεί με την καθιέρωση, νομοθετικά, του ασυμβιβάστου της ιδιότητας του υπουργού και κυρίως του υφυπουργού με εκείνη του βουλευτή. Με κάποιες εξαιρέσεις ενδεχομένως. Για να επικεντρωθεί η Βουλή στα κύρια καθήκοντά της, στο νομοθετικό και ελεγκτικό της έργο. Για να παύσουν οι βουλευτές, όταν ασκούν ταυτόχρονα καθήκοντα υπουργού, να νοιάζονται περισσότερο για την επανεκλογή τους και την ικανοποίηση αιτημάτων της εκλογικής τους περιφέρειας παρά για το υπουργικό τους έργο. Το ασυμβίβαστο καλόν είναι να συνδυαστεί με την καθιέρωση συνταγματικού κωλύματος εκλογής στην εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέχθηκε βουλευτής.
Η τρίτη ιδέα συνδέεται με τη σταυροδοσία, που έχει μεταλλάξει τη σχέση αντιπροσώπευσης σε σχέση αγοραίας ψηφοθηρικής συναλλαγής. Ως δραστικό αντίδοτο θα μπορούσε να λειτουργήσει ο κατακερματισμός των μεγάλων εκλογικών περιφερειών σε μικρότερες, με την ταυτόχρονη αύξηση των μονοεδρικών. Για να περιοριστούν οι δαπανηρές εκλογικές καμπάνιες και η αθέμιτη αναζήτηση σταυρών μέσω διαφημίσεων και ευνοϊκής προβολής ορισμένων υποψηφίων από τα Μέσα.
Οι τομές αυτές δεν είναι βέβαια οι μόνες αναγκαίες, είναι όμως οι πρώτες. Είναι σχετικά απλές και όλες -με εξαίρεση το κώλυμα επανεκλογής- νομοθετικά πραγματοποιήσιμες.
Επιφέρουν τομές στο πολιτικό σύστημα, επικεντρωμένες, όλες, στη φαυλότητα και πελατοκρατία, χωρίς να θίγουν όμως το συνταγματικό πολίτευμα. Αυτό είναι το μεγάλο προτέρημά τους. Αλλωστε το πολιτικό σύστημα πάσχει και κυρίως τα πολιτικά μας ήθη, και όχι το πολίτευμα.
Και η νοσηρή κατάσταση του πολιτικού συστήματος δεν αντιμετωπίζεται με βαρύγδουπες εξαγγελίες αναθεώρησης του τυπικού Συντάγματος, που δεν πρόκειται να θίξουν κανένα από τα σοβαρά ηθικοπολιτικά προβλήματα που συνδέονται με τη διαφθορά και το φαύλο και πελατειακό κράτος. Εξαγγέλλονται, απλώς, για να καλύψουν ως προπέτασμα καπνού τον πτωχεύσαντα και αναξιόπιστο πολιτικό λόγο. Για να μεταθέσουν το πολιτικό μας πρόβλημα από την πολιτική ουσία στον συνταγματικό τύπο.
Η πρόσφατη εξάλλου αποτυχία της «συναινετικής» αναθεώρησης του Συντάγματος 2001 -εννέα, μόλις, χρόνια πριν από την οικονομική και πολιτική χρεοκοπία της χώρας- είναι νωπή ακόμη, για να μας θυμίζει τις τραγικά άστοχες και άκαιρες ρυθμίσεις της. Αναφέρω, μεταξύ των άλλων, εκείνη για την ποινική ευθύνη των υπουργών και την παραγραφή, για τον βασικό μέτοχο, που θεσπίστηκε, υποτίθεται, για να πατάξει την περιβόητη διαπλοκή της πολιτικής με τους μεγαλοϊδιοκτήτες ΜΜΕ και τους προμηθευτές του Δημοσίου, για το Μισθοδικείο ή για τις ανεξάρτητες αρχές.
Δεν μας έλειψαν οι συνταγματικοί θεσμοί ούτε οι νόμοι. Η πολιτική αρετή μάς έλειψε και η τόλμη. Αυτή την άγραφη τομή στα πολιτικά μας ήθη χρειάζεται, πρώτα από όλα, να επιφέρουμε.