Τρεις διαφορετικοί οικουμενισμοί

Γιώργος Σιακαντάρης 19 Αυγ 2019

Την περασμένη Πέμπτη γιορτάστηκε η μεγάλη γιορτή ολόκληρου  του χριστιανισμού, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Αυτή η γιορτή πάντα μάς αναγκάζει να επανεξετάσουμε τις σχέσεις της Εκκλησίας με τη νεωτερικότητα, τη σχέση της πίστης στην αυθεντία του Θεού με τη σχέση της «πίστης» στον αυτόνομο άνθρωπο. Ο βίος δύο παπών που έδρασαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και ενός επαναστάτη της δεκαετίας του 1960 γεννά περαιτέρω σκέψεις για αυτήν τη σχέση.

Αυτές τις δεκαετίες στις καρδιές των δυτικών νέων και στους τοίχους των δωματίων όλων όσοι ήθελαν έναν δικαιότερο κόσμο, απαλλαγμένο από ανισότητες, περίοπτη θέση κατείχε το πορτρέτο του Τσε. Σε πολλές περιπτώσεις η λατρεία του συνεχίζεται και σήμερα. Αυτός όντως ήταν ένας ανιδιοτελής αγωνιστής που δεν βολεύτηκε με την εξουσία που του έδινε ο εξουσιομανής Φιντέλ που από επαναστάτης ραγδαία εξελίχθηκε σε δικτάτορα. Αυτή την ανιδιοτέλεια την πιστώνουν σχεδόν όλοι στον Τσε. Οι μονομερείς αναγνώσεις φανατικών της άλλης πλευράς που βλέπουν σε αυτόν έναν σταλινικό είναι του ίδιου ρηχού επιπέδου με αυτές που επίσης διαβάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως σταλινικό κόμμα. Η ιδέα του Τσε συνεισέφερε πάρα πολλά στις μεγάλες προσδοκίες μιας περισσότερο δίκαιης κοινωνίας. Τα αποτελέσματα όμως αυτής της ιδέας ήταν τραγικά για την πρόοδο και τη δημοκρατία. Η αντίληψή του υπέρ των επαναστατικών πρωτοποριών αντί του πρωτείου της δημοκρατίας οδήγησε είτε στην άνοδο στην εξουσία κομμουνιστικών δικτατοριών είτε στη σκλήρυνση των δεξιών στρατοκρατικών καθεστώτων σε Λατινική Αμερική και Αφρική.

Τις ίδιες δεκαετίες σε κανέναν τοίχο και σε πολύ λίγες καρδιές ήταν δύο άλλες προσωπικότητες. Αν αυτές υπήρχαν σήμερα, η Ακροδεξιά θα έβρισκε στο πρόσωπό τους δύο μεγάλους αντιπάλους, όπως τους βρίσκει και στο πρόσωπο του σημερινού πάπα Φραγκίσκου.  Εννοώ τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ’ (1958-1963) και τον Πάπα Παύλο Στ’ (1963-1978). Δύο πάπες που αγωνιζόμενοι με φανατισμό κατά του φανατισμού και αλλάζοντας την Καθολική Εκκλησία άλλαξαν προς προοδευτική κατεύθυνση ολόκληρο τον κόσμο.

Είναι αλήθεια ότι η Καθολική Εκκλησία από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα είχε αρχίσει να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αρχές που ο Πάπας Πίος Θ’ είχε επιβάλει από το 1864. Τότε η Αγία Εδρα είχε υιοθετήσει έναν κατάλογο λαθών (Syllabus errorum), όπου ανάμεσα στα λάθη συγκαταλεγόταν και η «αντιχριστιανική» ιδέα της ανάγκης συμφιλίωσης του ρωμαίου ποντίφικα με την πρόοδο, τον φιλελευθερισμό και τον νεωτερικό πολιτισμό.

Ηταν όμως η Β’ Βατικανή Σύνοδος (1962-1965), η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση αυτών των δύο ιδιαίτερα εμπνευσμένων ποντιφίκων, που ένωσε την Καθολική Εκκλησία με την κοινωνία των ανθρώπων, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής και προπάντων πίστης. Αυτοί αναζήτησαν την ενότητα μέσω του οικουμενικού διαλόγου. Δεν αρνήθηκε αυτόν τον διάλογο και η Ορθόδοξη Εκκλησία υπό τον Πατριάρχη Αθηναγόρα.

Υπό την ηγεσία τους η Καθολική Εκκλησία ακύρωσε επί της ουσίας το αλάθητο (Pastor aeternus) της Α’ Βατικανής Συνόδου (1869-1870), αλλά και το προγενέστερο Syllabus Errorum. Το μείζον όμως ήταν η πίστη τους όπως αυτή εκφράστηκε στο κείμενο «Gaudium et spes» («Η χαρά και η ελπίδα»), όπου υποστηριζόταν ότι «η Εκκλησία οφείλει να μοιράζεται τις χαρές και τις ελπίδες, όπως και τις λύπες και το άγχος των ανθρώπων τους οποίους βασανίζουν οι ανισότητες». Η Εκκλησία, αντί να θρηνεί για την επιβολή της νεωτερικότητας, οφείλει να ενσωματώνει τις αγωνίες για τις ανισότητες στη σύγχρονη κοινωνία και να θέτει το ζήτημα της συμμετοχής των χριστιανών στην  προσπάθεια δημιουργίας ενός κόσμου δικαιοσύνης και ειρήνης μιας civitas terrestra (επίγεια πολιτεία), ως μια εξόχως χριστιανική πράξη. Στο κοινωνικό επίπεδο, τις προσπάθειές τους ακολούθησε και ο Ιωάννης-Παύλος Β’ (1978-2005), με τα δικά του ανοίγματα και κυρίως με την εκ μέρους του καταδίκη των ανισοτήτων. Ο δε σημερινός πάπας τον Νοέμβριο του 2014 στην παπική εγκύκλιο Evangelii Gaudium (Η Χαρά του Ευαγγελίου) στράφηκε κατά του αχαλίνωτου καπιταλισμού. Στην εγκύκλιο υποστηρίζεται ότι όποιος  θεωρεί πως σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς μπορεί αυτόματα να υπάρχει και κοινωνική δικαιοσύνη εκφράζει την πίστη των πλουσίων «στις καθαγιασμένες λειτουργίες του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος».

Αυτοί οι πάπες επιχείρησαν να εκφράσουν έναν χριστιανικό οικουμενισμό σε μια εποχή κρίσης του οικουμενισμού του Διαφωτισμού. Βεβαίως η διαφορά των δύο οικουμενισμών είναι τεράστια. Στον πρώτο, ο άνθρωπος υποκλίνεται στην αυθεντία του Θεού και όχι του ανθρώπου. Ιδού και οι λόγοι που όλοι οι πάπες αρνούνται πράξεις απόλυτης αυτονομίας του ανθρώπου όπως είναι η αντισύλληψη, οι αμβλώσεις και η σεξουαλική απελευθέρωση γενικά. Θα αντέφασκαν με την αποστολή τους αν δεν το έκαναν. Στον δεύτερο, δημιουργός της ιστορίας είναι μόνο ο άνθρωπος. Να γιατί ο Τσε και ο Μάης του ’68 άσκησαν μεγαλύτερη επιρροή στο πνεύμα της εποχής. Παρ’ όλα αυτά ο χριστιανικός οικουμενισμός, αυτών των παπών, είναι πολύ πιο προοδευτικός από έναν τρίτο, τον εχθροπαθικό ταξικό οικουμενισμό του Τσε. Η ιστορία του οικουμενικού ανθρωπισμού κάποια στιγμή καλείται να τους τιμήσει θέτοντας τα πράγματα με το κεφάλι πάνω. Πού υπάρχει όμως ένας Μαρξ για να το κάνει;

 

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Το βιβλίο του «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.