Η απόλυτη έκπτωση του ψηφοφόρου: Αυτός που έριξε ψήφο στη ΧΑ, αποκαλύπτοντας τον μικρονοϊκό ρατσισμό, τον απόλυτα απολίτικο «χαβαλέ», ή τα συμπλέγματα που έκρυβε πάντοτε μέσα του, «για να (ξε)βρωμίσει ο τόπος», ή «για να σοκάρει το πολιτικό σύστημα από απελπισία και απόγνωση», έκανε το πρώτο βήμα όχι προς το ναζισμό, αλλά προς την απώλεια κάθε δημοκρατικού δικαιώματος. Στην ουσία, οι ψηφοφόροι αυτοί απεμπόλησαν κάθε δικαίωμα να διαμαρτύρονται για οποιοδήποτε μνημόνιο, ή άλλη επιδείνωση της ζωής τους. Παραμένει άγνωστο αν η έκθεση στη δημοσιότητα ή/και στη βουλή των μελών της οργάνωσης, που μοιάζει περισσότερο με παραστρατιωτική συμμορία παρά με κόμμα, θα ξεφουσκώσει το φαινόμενο – κι αν αυτή ήταν η ενδεδειγμένη πρακτική μέχρι τώρα, ή πρέπει να κηρυχθούν εκτός νόμου, όπως πρότεινε ο Γιάννης Μπουτάρης (για να γίνει αυτό πρέπει να κηρυχτεί εκτός νόμου κι ένα κομμάτι της αστυνομίας, που τη στηρίζει). Οι ίδιοι πάντως, επιμελώς έκρυβαν τους εαυτούς τους, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν και πολύ το λόγο. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι 401.000 (!) άνθρωποι που ψήφισαν έτσι, προέρχονται κατά κύριο λόγο από αστικές και ημιαστικές περιοχές στην περιφέρεια, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στη ΝΕΤ. Πολλά μπορεί να ειπωθούν για τις ευθύνες μιας οργανωμένης κοινωνίας που επέτρεψε την άνθηση του φαινομένου, η ντροπή όμως είχε διαφανεί από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, στο Δήμο Αθηναίων. Σε κάθε περίπτωση, καμία ταλαιπωρία, κανένα έγκλημα και καμία περιθωριοποίηση δεν δικαιολογεί τον φασισμό, που άλλωστε είναι εγγυημένο ότι ούτε θα «ξεβρωμίσει» τον τόπο, ούτε θα παράσχει κανενός είδους βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο, ούτε θα σοκάρει τελικά κανέναν, καθώς το πολιτικό σύστημα (και ευτυχώς) θα συνεχίσει να λειτουργεί ανενόχλητο, με καλύτερο ή χειρότερο τρόπο. Αν οι Έλληνες συνέλθουν, πιθανώς θα δούμε υποχώρηση της φασιστικής απήχησης, αλλά αφού μείνουν τα προνόμιά της ως κοινοβουλευτικού κόμματος και ο στιγματισμός από το πέρασμά της, για πολλά χρόνια.
.
.
Στον αστερισμό της ακροδεξιάς ευτέλειας: Ο Πάνος Καμμένος ενσάρκωσε την αποθέωση του καφενειακού και συνομωσιολογικού λόγου, επενδεδυμένου ως συνήθως με εθνικιστικές κορώνες, αλλά και ύβρεις που ανακατεύουν δοσίλογους με βαθυστόχαστες αποκαλύψεις, ότι… «μας ψεκάζουν». Το τραγικό είναι ότι είχε απήχηση στο 10,6% των ψηφοφόρων, προερχόμενων κυρίως από τη λαϊκή δεξιά, την καρατζαφερική ακροδεξιά και τις λούμπεν τάξεις, που εκφράζονται διαχρονικά με σχήματα μιζέριας, δήθεν του «προοδευτικού χώρου». Στέρησε από το ΛΑΟΣ την είσοδο στη Βουλή και απάλλαξε τη ΝΔ από πολλούς ψηφοφόρους, επιφέροντάς της καίριο πλήγμα, με απόλυτη ευθύνη του Αντώνη Σαμαρά, που εξέθρεψε επί δύο χρόνια το λαϊκισμό και την αντιμνημονιακή υστερία – και που στη συνέχεια κλήθηκε να πληρώσει και ο ίδιος, υπογράφοντας το δεύτερο μνημόνιο. Το σχήμα αποκάλυψε σε όλο του το μεγαλείο το ντροπιαστικό επίπεδο της πολιτικής αντίληψης σε κοινωνία και εκπροσώπους – και έδωσε αέρα αυθάδειας και θράσους σε πρωταγωνιστές του πολιτικού Δελφινάριου. Αν καταστεί με οποιονδήποτε τρόπο συνομιλητής σε οποιαδήποτε κυβερνητική συνεργασία και δεν απορροφηθεί σύντομα από μια σοβαρότερη κεντροδεξιά που θα το συρρικνώσει, μπορεί να αποτελέσει μόνιμο πόλο συγκέντρωσης των «αγανακτισμένων» με τα πάντα, εκτός από τον εαυτό τους. Προς το παρόν, τον πληρώνουμε, όχι μόνο για την υποβάθμιση του δημόσιου λόγου, αλλά και για τα τερτίπια του, που οδήγησαν στην απομάκρυνση Παπαδήμου από την κυβέρνηση που θα διεξάγει τις εκλογές, τον οποίον αποδέχτηκε μέχρι και ο ΣΥΡΙΖΑ.
.
.
O αιθεροβάμων λαϊκισμός και οι μύχιοι πόθοι της αριστεράς: Αδιαμφισβήτητος νικητής και πρωταγωνιστής αυτών των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ συμπύκνωσε με επιτυχία όλα τα χαρακτηριστικά του Έλληνα που ζει σε μια άλλη ήπειρο από τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο – και σε μια άλλη εποχή. Με την καθοριστική ενίσχυση από τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που βρήκαν διέξοδο (από το ένα εκατομμύριο ψήφους που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ, οι 600 χιλιάδες προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ), το κόμμα με τις πολλές συνιστώσες και την πανσπερμία θέσεων που κυμαίνονται από το ρεαλισμό ως την απόλυτη «σοσιαλιστική ουτοπία», κατάφερε να γιγαντωθεί, εκφράζοντας την απόγνωση του άνεργου, αλλά και τον αρνητισμό του συνδικαλιστή/δημοσίου υπαλλήλου, που έχασε ξαφνικά τα προνόμια μιας αδικαιολόγητα άνετης (και πολλές φορές παρασιτικής) ζωής. Ενθαρρύνοντας τον φανατισμό «κατά του συστήματος» (αποκαλώντας όσους τον επικρίνουν «παπαγαλάκια»), τους προπηλακισμούς και τον αριστερίστικο ακτιβισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ εξέθρεψε και επωφελήθηκε από τη «μπαχαλοποίηση» της πολιτικής ζωής, ώστε να δρέψει καρπούς, που ούτε και οι πιο αισιόδοξοι δεν φαντάζονταν στο επιτελείο της Κουμουνδούρου. Με μια (τάχαμου δήθεν «αντισυμβατική») ευρεία στήριξη, που ποικίλει από τον απολιτίκ δεξιό Άρη Δαβαράκη, ως τον αρχηγό του «κόμματος της δραχμής» Γιώργο Κουρή, ο Αλέξης Τσίπρας, εκμεταλλευόμενος τους μύχιους πόθους του παραδοσιακού αριστερού, πούλησε με επιτυχία τη δημαγωγική πομφόλυγα της «άμεσης κατάργησης του μνημονίου» και της «ζωής χωρίς δανεισμό», αλλά και το ουτοπικό ανέκδοτο της «αριστερής διακυβέρνησης», ακόμα κι αν τα νούμερα δεν έβγαιναν από πουθενά, πρωτίστως για να έχει εκλογικά οφέλη από τους απογοητευμένους και αγανακτισμένους – και για να ανακόψει/διεμβολίσει το ΚΚΕ, με επιτυχία όπως αποδείχτηκε (και όπως φαίνεται θα αποδειχθεί και περαιτέρω). Επονομαζόμενος και «μικρός Αντρέας», ο Αλέξης Τσίπρας έγινε ρυθμιστής της πολιτικής ζωής, τελείως δυσανάλογα με το πολιτικό του μέγεθος και την εμπειρία του, με αποτέλεσμα το ευφυές επιτελείο του να μεγαλοπιάνεται («βάζοντας η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες»), ζητώντας ραντεβού ανεπιτυχώς με τον Ολάντ και τη Μέρκελ – και γενικώς εκφράζοντας μια πρωτόγνωρη αλαζονεία, συνδυασμό της χρόνιας αυθάδειας, της μιζέριας, της συμπλεγματικής θυματοποίησης ότι «είναι στόχος όλων των επιθέσεων», αλλά και της στρεβλής αντίληψης ότι το 17% με «δανεικούς» ψηφοφόρους (δεν έγιναν δα και όλοι αριστεροί ξαφνικά), όταν η αποχή υπερβαίνει το 35% και το 19% των ψήφων δεν βρήκε το δρόμο προς τη Βουλή, τους επιτρέπει να αποτελούν την αυθεντική έκφραση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Επιπλέον, κλείνοντας το μάτι στην απέναντι όχθη του «καμμένου» λαϊκισμού, έδειξε ότι οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, έχουν αντικατασταθεί από αυτές του εκσυγχρονισμού και της οπισθοδρόμησης: Για τον μέσο ψηφοφόρο του ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα δεν χρειάζεται επειγόντως μεταρρυθμίσεις, αλλά αρκεί το όνειρο της απομάκρυνσης των «κακών νεοφιλελεύθερων αγορών και Ευρωπαίων τραπεζιτών» και της επιστροφής σε ένα δημόσιο τομέα που θα απορροφά όλο και περισσότερους εργαζόμενους με προνόμια, ακόμα κι αν οι (κάποτε εξαγγελθείσες) 150 χιλιάδες προσλήψεις οδηγήσουν στην τραυματική εμπειρία της «έκπτωσης» στη δραχμή…
.
.
Οι αγκυλώσεις και η ατολμία της βαλκανικής αριστεράς: Έχοντας στο τσεπάκι της ένα 6% από το πουθενά, η Δημοκρατική Αριστερά θα μπορούσε να είναι ο πραγματικός ρυθμιστής αυτών των εκλογών. Με την επιβράβευση της απόσχισης από τον ΣΥΡΙΖΑ, από τους κατά τεκμήριο πιο μετριοπαθείς και ευρωπαϊστές προοδευτικούς ψηφοφόρους (μεταξύ αυτών και 300 χιλιάδες πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ), οι Ανανεωτικοί θα μπορούσαν να καλύψουν το χώρο που αφήνει κενό η έλλειψη ενός σοσιαλδημοκρατικού σχήματος στο πολιτικό τοπίο, αν και βρίσκονται αριστερά του ΠΑΣΟΚ. Ο Φώτης Κουβέλης θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος πρωθυπουργός, αν τολμούσε να αγνοήσει τις πιθανές απώλειες από τα αριστερά του, να ηγηθεί μιας τολμηρής φιλοευρωπαϊκής και σύγχρονης αριστεράς – και να συμπράξει με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, για το σχηματισμό κυβέρνησης, όπως επιτάσσει και η λογική των ψηφοφόρων, που αντιπροσωπεύονται από τη (μόνη) βιώσιμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 168 εδρών. Ωστόσο, οι αγκυλώσεις τού πολιτικού παρελθόντος (σε συνδυασμό με την ατολμία και των δύο άλλων να έχουν απέναντί τους τον ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση), οδήγησαν σε μια επιχειρηματολογία ότι «το 38% των ψήφων δεν μπορεί να στηρίξει μια τέτοια κυβέρνηση στην κοινωνία» (λες και το πάγιο αίτημα για απλή αναλογική, το εκλογικό αποτέλεσμα που επιτάσσει συνεργασίες, η συνταγματική επιταγή για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ο πήχης μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης, που βρίσκεται περίπου στο ίδιο ποσοστό, δεν επιβάλλουν τη διακυβέρνηση της χώρας, στην κρίσιμη αυτή καμπή). Το μικροπολιτικό όφελος που προτάχθηκε, θα βαραίνει όλους στην καταγραφή τού μέλλοντος – και στην περίπτωση του Φώτη Κουβέλη θα φανεί με βεβαιότητα και στην επόμενη κάλπη, ως απώλεια των ψηφοφόρων που τον ψήφισαν ακριβώς γιατί δήλωνε ότι εκπροσωπεί «την αριστερά της ευθύνης»…
.
.
Το αποτέλεσμα των εκλογών σε μια δημοκρατική χώρα δεν είναι επ’ ουδενί υπεράνω κριτικής, όσο κι αν πρέπει να γίνει σεβαστό: Στην περίπτωση της 6ης Μαίου, η κάλπη δείχνει με τον πιο απογοητευτικό τρόπο πώς ψήφισε το ελληνικό εκλογικό σώμα. Με οδηγό τον απολιτίκ θυμό, την τυφλή αγανάκτηση (και σε πολλές περιπτώσεις με την ανευθυνότητα της ψήφου «αλά Γιουροβίζιον», προς τους «άσχημους Λόρντι» της φασιστικής ακροδεξιάς), μεγάλη μερίδα της κοινωνίας υλοποίησε την κουτοπόνηρη αντίληψη τού «και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο». Με την άγνοια κινδύνου, ή τη βεβαιότητα των τελευταίων δημοσκοπήσεων, δύο εβδομάδες πριν από τις κάλπες (ρύθμιση που πρέπει να καταργηθεί άμεσα), ότι τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα θα καταφέρουν να συγκυβερνήσουν (και άρα τα λεφτά του μνημονίου και το ευρώ είναι εξασφαλισμένα), πολλοί αποφάσισαν να τιμωρήσουν (ανεπιστρεπτί ίσως) τον χρεοκοπημένο δικομματισμό. Θα ήταν απολύτως δικαιολογημένη η επιλογή τους, αν είχαν επιλέξει ως διέξοδο πιο μετριοπαθή όμορα κόμματα, όπως τους φιλελεύθερους, τη ΔΗΜΑΡ και τους Οικολόγους – ή ακόμα καλύτερα αν η κοινωνία είχε αναδείξει νέα σχήματα, που θα συνέβαλαν στην εξυγίανση του πολιτικού τοπίου. Επέλεξαν όμως να ενισχύσουν τα λαϊκίστικα άκρα – και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, ετοιμάζονται να ψηφίσουν ακόμα πιο «πεισμωμένα», σαν το μικρό παιδί που αντιδρά όταν του παίρνουν το παιχνίδι στο οποίο είχε καλομάθει. Ο Έλληνας τραγικοποιεί αυτό που ζει και υποβαθμίζει αυτό που προετοιμάζουν οι πράξεις του. Αν δεν επικρατήσει η ψύχραιμη ματιά, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πράγματι τραγικές, όπως κανείς δεν τις έχει φανταστεί. Και γι’ αυτούς που θεωρούν ότι «τίποτα χειρότερο δεν μπορεί να μας συμβεί», η ανευθυνότητα θα έχει ακριβό τίμημα – δυστυχώς, συμπαρασύροντας όλους…
.
*Ο Προκόπης Δούκας είναι δημοσιογράφος και blogger. Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από το www.prokopisdoukas.blogspot.com.