Στην παραβολή του «ασώτου» ο «άσωτος» στέκει εν τέλει παράκλητος για ό,τι υποπέσει από την τράπεζα του πατρός: ο αδελφός αυτού, ξενοδόχος και φροντιστής της τράπεζας εξεγείρεται. Η κατάληξη στο Ευαγγέλιο ευτυχής: τέλος καλό, όλα καλά! Παρ’ ολίγον και με την ελληνική περίπτωση τα πράγματα να έχουν έτσι τέλη του ΄14…
Την αφηγηματική δραστικότητα της ευαγγελικής παραβολής από το Λουκά (η γραμματειακή καλλιτεχνία έλαχε ακριβώς στον κατεξοχήν «σαουλικό» από τους τέσσερις) βιώσαμε μεγαλώνοντας και πιστεύοντας πάντα στο αίσιο τέλος: η διήγηση του ασώτου περισσότερο από τη Νέα Κωμωδία και το αρχαίο μυθιστόρημα συνέβαλε εγκαθιδρύοντας αυτήν τη σύγκορμη ροπή να δεχόμαστε την ελπίδα ως προμήνυμα αισιοδοξίας και όχι ως όνειρο θερινής νυκτός ή ως αντανάκλαση επιβεβαίωσης της δυσχερούς και επείγουσας κατάστασης του ελπίζοντος.
Στη συγκυρία που δειλά εξυφαίνεται στη χώρα μας οι τράπεζες, οιονεί θεσμοί ανάπτυξης, ασφάλειας, κοινωνικής κινητικότητας και πίστης (όπως στη Δύση τουλάχιστον) πλέον ιδρύματα-ταχυδρόμοι εμβασμάτων διάγουν εν κινδύνοις. Πνέουν τα λοίσθια ως ο εγχώριος αποδιοπομπαίος τράγος της αποτυχίας μας ως θεσμισμένης κοινωνίας. Φορτώθηκαν τα συλλογικά βάρη, τράφηκαν αποφάγια και βρέθηκαν μπροστά στο λιμό τους και στο λοιμό μας. ‘Η που θα κουρευθούν εξυγιαινόμενες ή –η ισχύς εν τη ενώσει? θα κληθούν σε συγχώνευση (με ή χωρίς bad bank, ποιος την ακούει τώρα την Ευρώπη) και κρατικοποίηση (θα τις κοινωνικοποιήσει ο γηραιός οπορτουνιστής ομοτράπεζος του πρωθυπουργού καπετάνιος).
Το σενάριο αυτό, της τράπεζας του πατρός αντλεί ωστόσο από την ειδωλολατρική θεοφαγία: πατέρας, Κρόνος, το ελληνικό κράτος. Η συστηματική δημαγωγία εναντίον της ΕΚΤ, των ευρωπαϊκών θεσμών της Παγκόσμιας Τράπεζας, των επενδυτών, του Σόρος κ.τ.τ. δεν είναι άλλο από την ελληνική ανακαινισμένη εκδοχή αντισημιτισμού. Η συνωμοσία που εχθρεύεται τον κυρίαρχο λαό θα αντιμετωπιστεί, εκτός από προσφυγές περί αντισυνταγματικότητας των ευλογοφανών δημοσιονομικών μέτρων, με την τραπεζική συνένωση και την κρατική πατρωνεία. Άλλωστε πολλοί επα?οντες (πλάι στους ειδήμονες εκείνους εισηγητές μιας bad bank) από χρόνια καλλιέργησαν το φληνάφημα της ελληνικής υπερτράπεζας (που αυτόματα οδηγεί σε κορεσμό και καταστροφή της τραπεζικής αγοράς στη χώρα μας) είτε από άγνοια είτε από χθαμαλά κίνητρα (ποιος δε θυμάται το πραγματικό εκείνο σκάνδαλο της κυβέρνησης Σαμαρά με τη διακίνηση φημών για ενοποίηση Εθνικής και Εurobank, σε όφελος της αμαρτωλής διοίκησης της δεύτερης). Οι δήθεν Σόλωνες φαιοχίτωνες θα βγάλουν από το καπέλο τρωκτικό: τραπεζική ενοποίηση, περήφανη Ελλάδα.
Τη νέα, την υπερτράπεζα θα την θρέψουν για να ξεπλυθούν και να χαριστούν εξ άπαντος όσα καρπώθηκαν μεταξύ άλλων οι επίδοξοι μαυραγορίτες της δραχμής. Την ίδια στιγμή σκοπεύουν να υπονομεύσουν τη Τράπεζα της Ελλάδας εξίσου με το διοικητή της. Θα απομείνει η μικρή αλλά όχι ελάχιστη λεπτομέρεια να δοθεί η δυνατότητα στην «τράπεζά μας» να εκδώσει ομολογίες: δηλαδή δραχμές που αφειδώς και ανέξοδα θα μοιράζει στους υποστηρικτές του το Καθεστώς της Λαϊκής Κυριαρχίας.
Γι’ αυτό, επειδή οδηγούμαι στο να θρηνώ προκαταβολικά (σα χαρακτήρας να ‘μουν κι εγώ στα έργα της –σπουδαιότατης- Σβετλάνας Αλεξίεβιτς) τη δημοκρατία και τη χώρα, επιμένω να υπερασπίζομαι τη θέση πως ο τραπεζικός πλουραλισμός στην Ελλάδα είναι η μόνη εγγύηση δημοκρατικής πορείας και ευημερίας. Εξάλλου, στην καλύτερη στιγμή της κοινωνίας μας στις αρχές της παρελθούσας δεκαετίας ο πλουραλισμός αυτός είχε λάβει διεθνή χαρακτήρα με τη συμμετοχή ελληνικών τραπεζών σε υπερεθνικά σχήματα και την υπαγωγή τους σε διεθνείς ομίλους.
Ελληνικές τράπεζες δεν πρέπει να σημαίνει τράπεζες σε ελληνικά χέρια ούτε ελληνικής ιδιοκτησίας τραπεζικό σύστημα. Θα ήταν εξαίσιο, που οι διεθνείς συνωμότες θα μπορούσαν, αν το θέλαμε (υπό όρους και συνθήκες εξορθολογισμού και φιλελευθεροποίησης του κράτους), να μας επικουρήσουν. Περιμένοντας εκλογές, εκλογές όταν δεν έρχονται «… όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό/του δίνουν όψη ν’ αρέσει/του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν/με την πειθώ, με το ψέμα./ Όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν/τη σάρκα σου και το αίμα…» ?θα ‘κανε ίσως για εφόδιον του αποδημούντος κι ας μην είναι αγαπημένος μου ο Καρυωτάκης.