Τραπεζική ένωση: πρωτοχρονιάτικο δώρο;

Ναπολέων Μαραβέγιας 29 Δεκ 2013

Καθώς ο δημόσιος λόγος στη χώρα μας κυριαρχείται σχεδόν αποκλειστικά με τις πολιτικές συνέπειες της εκπλήρωσης των «προαπαιτούμενων» για την είσπραξη των δόσεων στο πλαίσιο του Μνημονίου, δεν αποδίδει την αναλογούσα σημασία σε κρίσιμες αποφάσεις της Ε.Ε. για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και βέβαια της Ελλάδας μέσα σε αυτήν.

Την περασμένη εβδομάδα, η Ε.Ε. αποφάσισε σχετικά με τις διαδικασίες στήριξης/εκκαθάρισης των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες θα βρίσκονται υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αναγκαία χρηματοδότηση στις περιπτώσεις αυτές θα γίνεται από ένα κοινό Ευρωπαϊκό Ταμείο, του οποίου οι πόροι θα προέρχονται από όλες τις τράπεζες των κρατών-μελών. Πρόκειται για την πολυσυζητημένη «Τραπεζική Ενωση». Μέχρι εδώ, η απόφαση φαίνεται να είναι ένα πραγματικό «δώρο» στις λιγότερο ισχυρές χώρες-μέλη από τις οικονομικά ισχυρότερες και να εφαρμόζεται στην πράξη η διακηρυσσόμενη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Ταυτόχρονα, τουλάχιστον όσον αφορά τις μεγαλύτερες (συστημικές) τράπεζες, η εποπτεία της λειτουργίας τους δεν ανήκει πλέον στα εθνικά κράτη, αλλά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πράγμα που αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Ας σημειωθεί ότι μια πραγματικά κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, όπως η κοινή ευρωπαϊκή εποπτεία των εθνικών τραπεζών, προωθεί πολύ περισσότερο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από ό,τι ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών, όπως συμβαίνει με τη δημοσιονομική πολιτική στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Επιπλέον, η άσκηση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής εξασφαλίζει πολύ περισσότερο την τήρηση ενιαίων κανόνων, που είναι απαραίτητοι για ομαλή λειτουργία της νομισματικής ένωσης, σε σύγκριση με το συντονισμό των εθνικών πολιτικών.

Οπως απεδείχθη στο παρελθόν, η υποχρέωση των εθνικών κρατών-μελών να τηρούν το όριο του 3% ΑΕΠ στο έλλειμμα των εθνικών τους προϋπολογισμών παραβιάστηκε κατάφωρα από τα εθνικά κράτη και αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους λόγους που η Ευρωζώνη βυθίστηκε στην οικονομική κρίση. Ομως, το «δώρο» των ισχυρών οικονομιών προς τις λιγότερο ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης της κοινής ευρωπαϊκής εποπτείας και του κοινού ευρωπαϊκού ταμείου για τη στήριξη των τραπεζών τους δεν είναι τόσο σημαντικό, όπως φαίνεται αρχικά. Οι διαδικασίες στήριξης/εκκαθάρισης των εθνικών τραπεζών που αποφασίστηκαν, όταν μια τράπεζα κράτους-μέλους έχει σοβαρά προβλήματα, δεν είναι τόσο ευρωπαϊκές όσο θα ήταν αναγκαίο για να σταματήσει η στενή «καταστροφική» σύνδεση μεταξύ προβληματικών τραπεζών και των οικονομικά αδύναμων κρατών-μελών.

Η σχετική απόφαση προβλέπει ότι σε περίπτωση ανάγκης για στήριξη/εκκαθάριση μιας τράπεζας κράτους-μέλους πρώτα συμβάλλουν οι μέτοχοί της, μετά οι πιστωτές και μετά οι καταθέτες της με καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ, όπως έγινε στην Κύπρο. Στη συνέχεια η τράπεζα αυτή μπορεί να στραφεί στο εθνικό ταμείο χρηματοδότησης και μόνο στο τέλος στο Ευρωπαϊκό Ταμείο. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Ταμείο δεν θα είναι άμεσα έτοιμο να στηρίξει αυτές τις τράπεζες. Θα χρειασθούν αρκετά χρόνια για να συγκεντρωθούν τα αναγκαία κεφάλαια, όταν είναι γνωστό ότι μερικές τράπεζες στην Ευρωζώνη μπορεί να χρειασθούν άμεσα τη στήριξή του.

Ετσι, το κόστος στήριξης μιας οποιασδήποτε μεγάλης τράπεζας κράτους-μέλους ή/και περισσότερων τραπεζών δεν μπορεί άμεσα να αναληφθεί από το κοινό Ευρωπαϊκό Ταμείο με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, συνεπώς θα συνεχίσει να επιβαρύνει το ίδιο το κράτος-μέλος, προστιθέμενο στο ήδη υπάρχον δημόσιο χρέος του. Καθώς υπάρχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να χρειασθούν στήριξη οι τράπεζες των λιγότερο ισχυρών και, συνεπώς, περισσότερο χρεωμένων κρατών-μελών, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη περιορίζεται σημαντικά, εφ? όσον αυτά τα κράτη-μέλη θα συνεχίσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα να επωμίζονται το κόστος της στήριξης των τραπεζών τους, έμμεσα με τους μετόχους-καταθέτες τους και άμεσα με τον κρατικό προϋπολογισμό τους.

Ωστόσο, παρά την περιορισμένη έκφραση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και στο ζήτημα της Τραπεζικής Ενωσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έγιναν σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή και τέθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε στο μέλλον να υπάρξει περισσότερη ευρωπαϊκή ενοποίηση.