Τραμπ: Από τον νεοφιλευθερισμό στη νέα φεουδαρχία

Μιλτιάδης Νεκτάριος 12 Φεβ 2025

Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι οι πολίτες στις χώρες του δυτικού κόσμου έγιναν εξτρεμιστές, της Αριστεράς ή της Δεξιάς, και με τις πράξεις τους ή τις παραλείψεις τους απειλούν την δημοκρατία και την κατεστημένη τάξη πραγμάτων.  Πρόκειται για σοβαρή σύγχυση που προέρχεται από την αδυναμία διάκρισης μεταξύ των αιτίων που προκαλούν τις αντιδράσεις των πολιτών σε όλες σχεδόν τις δυτικές κοινωνίες, και των αποτελεσμάτων που προκαλούνται από τα εν λόγω αίτια.

Τα πραγματικά αίτια οφείλονται στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης στη μετά-σοβιετική εποχή και στα μέσα που χρησιμοποίησαν οι δυτικές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν τις νέες καταστάσεις. Η εμβρυακή φάση της παγκοσμιοποίησης ξεκίνησε από τους Νίξον-Κίσινγκερ με το «άνοιγμα» που έκαναν στην Κίνα. Ο Πρόεδρος Ρήγκαν είναι ο θεμελιωτής του Νεοφιλελεύθερου Μοντέλου, το οποίο στόχευε στην υπέρβαση του μακροχρόνιου προβλήματος του στασιμοπληθωρισμού, με την ανασυγκρότηση της πλευράς της «προσφοράς» στην οικονομία.

Η παγκοσμιοποίηση έλαβε σάρκα και οστά μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.  Έκτοτε, και με βάση το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο, η παγκοσμιοποίηση εξελίχθηκε χωρίς κανόνες και χωρίς σχεδιασμό εκ μέρους της Δύσης, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τον κυρίαρχο ρόλο στη διαδικασία παγκοσμιοποίηση είχαν και έχουν οι περίπου 3.500 μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν κύκλους εργασιών που υπερβαίνουν τα ΑΕΠ των περισσότερων χωρών του πλανήτη.

Τα θετικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης ήταν: (α) η ταχεία και σημαντική οικονομική ανάπτυξη σε χώρες του Τρίτου κόσμου, (β) η δημιουργία μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές που αριθμούν πλέον πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια πολιτών, και (γ) και κυριότερο, η μεταφορά υψηλού επιπέδου τεχνολογίας στις χώρες αυτές. Τα αρνητικά αποτελέσματα ήταν: (α) η σημαντική υποβάθμιση της μεσαίας τάξης στις Δυτικές κοινωνίες και η καθίζηση των μισθών, (β) η απώλεια ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε καίριους τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων στις δυτικές οικονομίες, και (γ) η απώλεια σοβαρών φορολογικών εσόδων διότι οι πολυεθνικές εταιρίες είχαν πολλούς τρόπους για να επιτυγχάνουν την φοροδιαφυγή.

Φόρους 492 δισεκατομμυρίων δολαρίων χάνουν κάθε χρόνο οι κυβερνήσεις της Δύσης από τις πολυεθνικές εταιρείες και τους πλούσιους ιδιώτες που αξιοποιούν τους φορολογικούς παραδείσους για να πληρώνουν λιγότερα, αποκαλύπτει η ετήσια έκθεση State of Tax Justice του Δικτύου Φορολογικής Δικαιοσύνης (TJN). Σχεδόν οι μισές απώλειες από αυτές (43%) οφείλονται στις οκτώ ανεπτυγμένες οικονομίες -ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία, Καναδάς, Ισραήλ, Ιαπωνία, Νέα Ζηλανδία, Νότια Κορέα-, που είναι αντίθετες σε μια παγκόσμια φορολογική συμφωνία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η εν λόγω έκθεση αναφέρει ότι από τα 492 δισ. δολάρια που χάνονται κάθε χρόνο εξαιτίας της παγκόσμιας φορολογικής κατάχρησης, τα δύο τρίτα (347,6 δισ. δολάρια) οφείλονται στις πολυεθνικές εταιρείες και τις πρακτικές μεταφοράς των κερδών τους σε φορολογικούς παραδείσους. Το υπόλοιπο ένα τρίτο (144,8 δισ. δολάρια) οφείλεται στους πλούσιους ιδιώτες που κρύβουν τα πλούτη τους, επίσης, σε φορολογικούς παραδείσους.

Πρόκειται για τους Νέους Φεουδάρχες του Δυτικού Κόσμου στον 21ο  Αιώνα. Στηρίζουν κυβερνήσεις-ανδρείκελα, οι οποίες εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Νέων Φεουδαρχών. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο αυξάνεται ραγδαία και συνεχώς η ανισοκατανομή του εισοδήματος σε όλο τον Δυτικό κόσμο.   O Martin Wolf επισημαίνει ότι από το 1980 μέχρι το 2020,  στην Δυτική Ευρώπη το πλουσιότερο 1% καρπώθηκε όσο και το 51% του πληθυσμού, ενώ στις ΗΠΑ το 1% καρπώθηκε όσο και το  88% του πληθυσμού.

Σε αντίθεση με το παραδοσιακό κεφάλαιο – που κυμαίνονταν από τις ατμομηχανές μέχρι τα βιομηχανικά ρομπότ –  η νέα ολιγαρχία ελέγχει και χρησιμοποιεί το Cloud Capital, το κεφάλαιο του νέφους, το οποίο αποτελεί το απόλυτο εργαλείο για την διαχείριση της  ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μέσω του cloud capital,  προικισμένου με πρωτοφανή ικανότητα, οι Νέοι Φεουδάρχες διαμορφώνουν αυτόματα και άμεσα τη συμπεριφορά μας. Σήμερα, την εξουσία την έχουν άτυπα δίκτυα που εκμεταλλεύονται την ψηφιακή επανάσταση. Αυτά τα δίκτυα αντιμετωπίζουν τους ψηφοφόρους ως καταναλωτές, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις ασκούν εξουσία σε ευάλωτους πολίτες ή μετανάστες, αλλά είναι ανίσχυρες έναντι των πολυεθνικών εταιρειών που ελέγχουν την επικοινωνία, τη χρηματοδότηση και τις ροές της εργασίας.

Η παραπάνω ανάλυση επιβεβαιώνεται και από τον νομπελίστα οικονομολόγο  Joseph Stiglitz, ο οποίος αναφέρει ότι στον πυρήνα της αμερικανικής κρίσης βρίσκεται ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να εκπροσωπήσει τα πραγματικά συμφέροντα του μέσου Αμερικανού ψηφοφόρου. Το πολιτικό σύστημα εξαγοράστηκε από τον πλούτο (big money) πριν από δεκαετίες, ιδίως όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ άνοιξε τις πύλες για απεριόριστες προεκλογικές εισφορές. Έκτοτε, η αμερικανική πολιτική έχει γίνει έρμαιο των πάμπλουτων δωρητών και των λόμπι στενών συμφερόντων, οι οποίοι χρηματοδοτούν τις προεκλογικές εκστρατείες με αντάλλαγμα πολιτικές που ευνοούν τα συμφέροντά τους και όχι το κοινό καλό. Το Κογκρέσο και ο Λευκός Οίκος ανήκουν σε δύο ομάδες: σε υπερπλούσιους ιδιώτες και σε μονοθεματικά λόμπι. Τα  μονοθεματικά λόμπι περιλαμβάνουν το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, τη Wall Street, το πετρελαιοκεφάλαιο, τη βιομηχανία όπλων, τη μεγάλη φαρμακοβιομηχανία, τη μεγάλη αγροτική βιομηχανία και το λόμπι του Ισραήλ

Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η αντίδραση των κυβερνήσεων της Δύσης στις προαναφερόμενες εξελίξεις που λάμβαναν χώρα εντός των συνόρων τους. Αντί να επιχειρήσουν να επιβάλλουν κάποιους κανόνες στις δραστηριότητες των πολυεθνικών εταιριών καθώς και στους όρους των εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα και τις άλλες ανερχόμενες οικονομίες, επέλεξαν τον γνωστό και εύκολο δρόμο: της αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας μέσω της αύξησης του δημόσιου χρέους, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσουν με επιδοματικές πολιτικές  τα βιοτικά επίπεδα των πολιτών στις δυτικές κοινωνίες. Συμπληρωματικά, οι κυβερνήσεις  στη Δύση εφάρμοσαν πολιτικές λιτότητας και μείωσης του εργατικού κόστους, για να αντιμετωπίσουν το εργατικό dumping των BRICS.

Έτσι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος για τον αναπτυγμένο κόσμο αυξήθηκε από περίπου 50% του ΑΕΠ το 1990 σε πάνω από το 150% του ΑΕΠ το 2020. Τις συνέπειες της διόγκωσης του δημόσιου χρέους έχει αναλύσει διεξοδικά ο Γάλλος   οικονομολόγος Τομά Πικετί.  Το όργιο της δημιουργίας χρήματος και η αγορά χρεογράφων οδηγεί στην πραγματικότητα υψηλότερα τις τιμές των μετοχών και της ακίνητης περιουσίας, κάτι το οποίο κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους.

Συμπερασματικά, το ζητούμενο είναι η Δύση να τιθασεύσει την ελεύθερη λειτουργία των πολυεθνικών εταιριών και να αποσαφηνίσει το μπλοκ των χωρών που θα συνασπιστούν για να διατηρήσουν το οικονομικό κέντρο του πλανήτη στον Ατλαντικό. Η συνταγή που προωθείται είναι η δημιουργία μιας ολιγαρχικής ελίτ στη Δύση, η οποία θα αντισταθμίσει τα αυταρχικά καθεστώτα  στις χώρες των BRICS.  Αλλά η ολιγαρχία στη Δύση υπονομεύει την δημοκρατία και αποβλέπει στον πολιτικό έλεγχο των πληθυσμών μέσω των νέων τεχνολογιών του Cloud Capital.

Η απάντηση πρέπει και, νομοτελειακά, θα προέλθει από την Ευρώπη, με μια Νέα Αναγέννηση, όπως έγινε και με την Αναγέννηση που οδήγησε στην επανάσταση του 1789 κατά της Φεουδαρχίας.   Για να διαδραματίσει τον νέο ιστορικό ρόλο της η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει στο πρώτο βήμα, που είναι η πολιτική ενοποίηση. Τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν φυσιολογικά και θα οδηγήσουν στη Νέα Αναγέννηση της Δύσης.