Τους έκλεψαν τα όνειρα;

Παναγής Παναγιωτόπουλος 13 Μαϊ 2013

Η ελληνική χρεοκοπία, ενταγμένη στην ευρωπαϊκή μεγα-κρίση, μπορούσε να έχει περιγραφεί με πολλούς τρόπους. Επελέγη δυστυχώς ο πλέον παραμορφωτικός. Εκείνος που τοποθετούσε αιτίες και επιπτώσεις, αγωνίες και στρατηγικές, μαθηματικές εξισώσεις και ιδεολογικές αφαιρέσεις πάνω στον πολωμένο άξονα «Αντιμνημόνιο – Μνημόνιο». Αυτή η γενικόλογη και παραμορφωτική αναπαράσταση της κρίσης οδήγησε στη λεηλασία του ορθού λόγου από ποικιλώνυμους προφήτες (που με τη βαθιά αγραμματοσύνη και τον κυνισμό τους εσχατολογούν ότι η σωτηρία δεν μπορεί παρά να προέλθει από τη φρίκη μιας καταστροφής), έφερε στην επιφάνεια τα ζόμπι του φασισμού, οδήγησε αφελείς ριζοσπάστες στη βεβαιότητα ότι έρχεται η ώρα του κομμουνισμού, ότι ο καπιταλιστής ήδη φοράει τη θηλιά στον λαιμό του και ότι θα ζήσουμε άμεσα το ωραίο πάρτι ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με τους αστούς. Υπήρξε ακόμα το τέλειο καμουφλάζ όσων συνήθιζαν να αποσπούν προσόδους και εισοδήματα από την προνομιακή θέση τους στην «άνευ φ-όρων δημοκρατία των ελλειμμάτων».

Αυτά και άλλα πολλά έκανε η σύνοψη του εθνικού μας δράματος στην αντιπαράθεση «Αντιμνημόνιο – Μνημόνιο». Αυτό που δεν έκανε ήταν να διευκολύνει την ουσιαστική καταγραφή των αιτιών της κρίσης, μια αξιόπιστη και σεβαστή από όλους πληροφόρηση για τις πραγματικές επιπτώσεις της, την επινόηση μιας μεθόδου για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και της κοινωνίας χωρίς καταστροφή του δημοκρατικού συμβολαίου. Η υστερική καταγγελία μιζέριας και νέας φτώχειας συνήθως από χορτασμένους (οι αληθινοί άνθρωποι που τις υφίστανται κατά κανόνα υποφέρουν σιωπηρά) αποκρύπτει αδικίες και ανταγωνισμούς.

Αφενός το εύρος της κρίσης, η συνθετότητα των αιτιών και των επιπτώσεών της, αφετέρου η απλουστευμένη υπερ-πολιτικοποίηση των διχαστικών γενικεύσεων, αποδείχθηκαν συνεργαζόμενες δυνάμεις που στράγγιξαν τα αποθέματα κοινωνικής αυτοπαρατήρησης στερώντας από τους πολίτες τη δυνατότητα να υπολογίζουν, στοιχειωδώς έστω, το ατομικό τους συμφέρον απέναντι στους κινδύνους και στη σκληρότητα της νέας πραγματικότητάς. Συνωμοσιολογίας βοηθούσης, το αίσθημα αποξένωσης από τον ίδιο μας τον εαυτό μετατράπηκε σε πλήρη αλλοτρίωση. Μια γνωστική μαύρη τρύπα για το τι σημαίνει αυτό που βιώνουμε. Ολες εκείνες οι θεωρίες για την άρνηση αποπληρωμής τού δήθεν επαχθούς χρέους, η ρητορική που ήθελε τους Ευρωπαίους να μας χρωστάνε, ούτως ή άλλως, και εμείς να μην οφείλουμε τίποτα και σε κανένα, η βεβαιότητα πως «όλο αυτό είναι μια στημένη υπόθεση», ένα εχθρικό σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων, δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να θολώσουν ακόμη περισσότερη την ύπαρξή μας. Οταν την καταστροφικότητα της κρίσης υποδέχονται το εθνικιστικό ντελίριο και η αντιστασιακή παραμυθία, τότε ο πυρήνας του «εαυτού», η ναρκισσιστική ψυχική μας ασπίδα γίνονται έννοιες παρελθοντικές.

Αυτοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους μεγάλο μέρος του πληθυσμού μετεωριζόταν και ακόμα μετεωρίζεται. Η διαβρωτική φύση μιας κρίσης που αρχικά έμοιαζε περιορισμένη και η ατέρμων αμφιθυμία της Ευρώπης δεν επέτρεπαν στα υποκείμενα να επιλέξουν ποια στρατηγική επιβίωσης – προσαρμογής θα ακολουθήσουν. Αν η κρίση ήταν πράγματι το αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας (νεοφιλελεύθερης) συνωμοσίας που επέλεξε την Ελλάδα ως πρώτο θύμα («το αντιστασιακό έθνος που, εφόσον νικηθεί, ανοίγει ο δρόμος για την υποταγή και πιο αδύναμων λαών»), αν όντως όλα ήταν τεχνητά και δολίως εισαγόμενα, τότε όφειλε κανείς να αντισταθεί με κάθε μέσο, μέσα από οποιαδήποτε συλλογικότητα. Το status quo ante ήταν βιώσιμο και έπρεπε να διασωθεί. Το χρέος ήταν ψέμα. Αν όμως η κρίση ήταν πραγματική πραγματικότητα, προϊόν (και, έστω) εσωτερικών αδυναμιών, τότε υπήρχε χώρος όχι μόνο για αντίσταση και διαφωνία (που πράγματι υπήρχε και υπάρχει) αλλά και ουσιαστικό συμφέρον για ανατοποθέτηση του εαυτού μέσα στον πραγματικό κόσμο, για ατομική προσαρμογή στις νέες συνθήκες.

Αυτή η μηχανική της αμφιθυμίας, της τραγικής αδυναμίας κατανόησης «αυτών που μας συμβαίνουν» δεν πρέπει να συσκοτίσει τον βαθύ ορίζοντα του προβλήματος: την ακραία ανασφάλεια. Εκείνη που είναι τρόμος προσωπικής έκπτωσης (βιώνεται ήδη τραγικά στη μακροχρόνια ανεργία) και εκείνη που αμφισβητεί τη συλλογική υπόσταση της χώρας (ως στοιχειώδες σύστημα ειρηνικής συνύπαρξης). Σε όλη την κρίση, ξυπνούμε χωρίς να ξέρουμε πώς θα είναι η ημέρα μας, χωρίς να φανταζόμαστε καν την επομένη.

Με άλλα λόγια, η δυστοκία στην πρόσληψη της κρίσης ως πραγματικότητας οφείλεται πρωτίστως στην αδυναμία του πολίτη-ατόμου να εγγράψει τον εαυτό του σε κάποιο μέλλον. Να σχεδιάσει, να οργανώσει την αυτοβιογραφία του. Να προβάλλει τον εαυτό του σε έναν κόσμο ελεγχόμενων κινδύνων και υπαρκτών ελπίδων, να σχεδιάζει το επιθυμητό και να το παραμετροποιεί με το εφικτό. Να προοικονομήσει δηλαδή το δικαίωμα να αγωνιστεί στο τρίαθλο ανισότητα – ευκαιρίες – ευδαιμονία που υπόσχεται (ακόμα;) ο ίδιος ο σύγχρονος καπιταλισμός!

Η έκλειψη του μέλλοντος δεν ανοίγει ωστόσο τον δρόμο στη ρητορική των «ονείρων των παιδιών μας που τα κλέψανε», όπως και σε καμία υφαρπαγή της αγωνιώδους ανασφάλειας των νέων. Εξάλλου τα όνειρα εκείνα ήταν περισσότερο ανακύκλωση ενός παραδοσιακού παρόντος, που στρατηγικά επιβαλλόταν από γονείς σε τέκνα. Ονειρα αναπαραγωγής μιας οικογένειας που εξαγόραζε τη συναίνεση των επόμενων γενεών, δαπανώντας τα δανεικά και ενίοτε τα αδήλωτα, για να λάβει από τα παιδιά της τις «πρέπουσες» (κρατικές συνήθως) επαγγελματικές επιλογές και εγγόνια που όλοι θα καμαρώνουν. Αυτά ήταν όνειρα εξαρχής κλεμμένα ή, χειρότερα, όνειρα προγραμματισμένα.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών/από τα νέα 13/5.13