Η Ελλάδα στην ολότητά της και πρωτίστως το πολιτικό σύστημα οφείλει να απαντήσει με καθαρότητα σ’ ένα καίριο ερώτημα μείζονος σημασίας: θέλει την Τουρκία στη Δύση/Ευρώπη ή εκτός της Δύσης ή ενδεχομένως ολίγον στη Δύση και ολίγον στην Ανατολή ως κομβικό κράτος – κλειδί (pivotal state); Το ερώτημα εγείρεται (ως οιονεί νέο Ανατολικό ζήτημα) από τη διάχυτη συζήτηση που αφήνει είτε ευθέως είτε υπαινικτικά να εννοηθεί ότι θα ήταν προτιμότερο, ασφαλέστερο για την Ελλάδα η Τουρκία να μετακινηθεί ολοκληρωτικά εκτός Δυτικού στρατοπέδου και η Ελλάδα να καταστεί το σύνορο της Δύσης στην περιοχή. Μολονότι η επίσημη, θεσμική θέση όπως διατυπώνεται από τον πρωθυπουργό είναι υπέρ της παραμονής της Τουρκίας στη Δύση. Αλλά, σύμφωνα με ανάλυση (που προέρχεται από το χώρο της ΝΔ), «η τουρκική προβολή ηγεμονικών επιδιώξεων» απειλεί «κυρίως τα δυτικά συμφέροντα» καθώς η Τουρκία «έχει μετατραπεί για τη Δύση σε κράτος – ταραξία». Ως εκ τούτου «η Δύση χρειάζεται συνολικό επανακαθορισμό της στρατηγικής της απέναντι στην Τουρκία» (βλέπε Κ. Αρβανιτόπουλος, «Η Δύση και η Τουρκία», Τα Νέα, 29-30 Οκτωβρίουο 2022).
Εκκινώντας από τις εν πολλοίς ορθές αυτές διαπιστώσεις για την Τουρκία, το ερώτημα είναι προς ποιά κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί ο επανακαθορισμός της στρατηγικής της Δύσης απέναντι στην Τουρκία; προς την κατεύθυνση της πλήρους αποκοπής της από τη Δύση ή την κατεύθυνση – προσπάθεια επαναφοράς της στη Δύση και την Ευρώπη; Τι εξυπηρετεί τελικά την Ελλάδα, η Τουρκία στη Δύση ή εκτός Δύσης; Η απάντησή μου είναι ότι σαφώς τα ελληνικά συμφέροντα εξυπηρετούνται με την Τουρκία εντός παρά εκτός Δύσης/Ευρώπης. Επιπρόσθετα είναι μια «κατάσταση» (Τουρκία εντός Δύσης) που έρχεται από το βαθύ ιστορικό πλαίσιο δημιουργίας του Ελληνικού κράτους αλλά και της Τουρκίας. Καθώς η Τουρκία δημιουργήθηκε (1923) ως Δυτικό, κοσμικό κράτος ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντίθετα με τις φαντασιώσεις του προέδρου Ερντογάν, ήταν στη βάση της μια ακόμη Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία (βλέπε D. Bear, The Ottomans, Khans, Ceasars and Caliphs, London, Basic Books, 2021).
Αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) φέρει ευθύνη για τη διολίσθηση της Τουρκίας στον αυταρχισμό και στην αποστασιοποίησή της από τη Δύση και την Ευρώπη. Το έτος καμπής υπήρξε το 2007 όταν ο πρόεδρος της Γαλλίας Ν. Σαρκοζί έκλεισε την οποιαδήποτε προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη συνδρομή της Καγκελαρίου Α. Μέρκελ, Φαινομενικά για λόγους θρησκευτικούς – δεν ήθελαν μια Ισλαμική χώρα ως μέλος της Ένωσης – αλλά κατά βάθος γιατί δεν μπορούσαν να υποδεχθούν στους κόλπους της ΕΕ μια χώρα όπως η Τουρκία, πληθυσμιακά ισχυρότερη. Είχε προηγηθεί βέβαια (2006) το πάγωμα οκτώ διαπραγματευτικών κεφαλαίων για την ένταξη από την Κύπρο (λόγω μη εφαρμογής από την Τουρκία της τελωνειακής ένωσης στην Κύπρο). Μετά τη ματαίωση της προοπτικής ένταξης που λειτουργούσε ως μοχλός για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, η Τουρκία (πρόεδρος Ερντογάν) επέλεξε τον αυταρχισμό ως πρότυπο πολιτικής οργάνωσης και τη σταδιακή απομάκρυνση από την Ευρώπη χωρίς βεβαίως να διακόψει πλήρως τις σχέσεις.Η Τουρκία εξακολουθεί να τονίζει ότι «ανήκει στην Ευρώπη». Στην προκειμένη περίπτωση όμως η ΕΕ έδειξε την απουσία στρατηγικής σκέψης για μια χώρα που περιγράφει και σήμερα ως «κορυφαίο εταίρο» (key partner) και που στρατηγικά, γεωπολιτικά και όχι μόνο «τον έχει ανάγκη» όπως λέγει.
Μια εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει τη Τουρκία πλήρως εκτός Δύσης είναι η ακύρωση από τις ΗΠΑ( Κογκρέσσο ,κλπ) της πώλησης των F-16. Βεβαίως το επιθυμητό για την Ελληνική πλευρά θα ήταν να μην προχωρήσει η πώληση των αεροσκαφών F-16 από τις ΗΠΑ στην Τουρκία ( και να μη γίνει η αναβάθμιση κάποιων άλλων που ήδη διαθέτει η χώρα αυτή). Ή εν πάση περιπτώσει να τεθούν κάποιοι όροι στην πώληση των όπλων αυτών, όροι του τύπου που προτείνει ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Ρ. Μενέντεζ, κάτι που όμως δεν δέχεται η Τουρκία. Αλλά είναι βέβαιον ότι εάν η Τουρκία δεν πάρει τα αεροσκάφη αυτά από τις ΗΠΑ θα πάρει πιθανότατα παρεμφερή από τη Ρωσία ή κάπου αλλού και ταυτόχρονα θα διαρρήξει πλήρως τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ/ Δύση, Εδώ όμως εγείρονται βαθύτατης σημασίας γεωπολιτικά ζητήματα και διλήμματα. Εάν συμβεί αυτό, αναποφεύκτως Ελλάδα θα καταστεί το καθόλα έσχατο ανατολικό σύνορο της Δύσης με την Τουρκία ως καθόλα Ανατολή( έστω κι αν αυτό δεν είναι βιώσιμη επιλογή στο χρόνο ) . Αλλά αυτό πράγματι επιδιώκουμε ως τελική κατάσταση που εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα και τον ιστορικό ρόλο της χώρας; Ή μήπως έτσι χάνουμε το ιστορικό πλαίσιο, ορίζοντα και τη μεγάλη εικόνα της γεωπολιτικής προοπτικής κάτω από την τρέχουσα ακραία ένταση που προκαλεί η επιθετικότητα της Τουρκίας;
Και το ιστορικό πλαίσιο λέγει ότι η Ελλάδα δημιουργήθηκε με τη συμβολή των Δυτικών δυνάμεων ( και) ως ανάχωμα στη Ρωσία, στην κάθοδό της στην Μεσόγειο . Αυτή ήταν άλλωστε η θέση του Αλ. Μαυροκορδάτου στη γνωστή επιστολή του στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών G. Canning (βλέπε και R. Beaton, The Greek Revolution of 1821 and its Global Significance, Αιώρα, 2021). Και στην ιστορική διαδρομή μορφοποιήθηκε η αντίληψη ότι «το ανάχωμα στη Ρωσία» θα το συγκροτούσαν Ελλάδα και Τουρκία ως μια ενιαία πολιτική ενότητα. Αυτό που ευρέως αγνοείται είναι ότι με την αποκατάσταση της Ελληνοτουρκικής φιλίας (1930), οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, οι Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Αττατούρκ ομιλούσαν για «την εν ευθέτω χρόνω ένωσιν των δύο εθνών ώστε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως προμαχών του πολιτισμού να ανασυσταθή υπό δυαδικήν μορφήν» (Γρ. Δάφνη, Η Ελλάς Μεταξύ των Δύο Πολέμων 1923-1940, τόμ. δεύτερος, σελ. 63). Ενώ το 1933 μετά την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Εγγυήσεως ο Ελ. Βενιζέλος (αν και εκτός πρωθυπουργίας) διακήρυττε «θα ιδήτε ότι μέσα σε είκοσι χρόνια με την Τουρκία θα φθάσωμεν να κάμωμεν μιαν ομοσπονδίαν ανατολικήν» (Αρχείο Βενιζέλου, φ. 64, 10.5.1933).
Βέβαια η προσδοκία αυτή αποδείχτηκε εντελώς ουτοπική. Παρά ταύτα, Ελλάδα και Τουρκία ενσωματώθηκαν ταυτόχρονα το 1952 στο ΝΑΤΟ για την από κοινού αντιμετώπιση της (τότε) Σοβιετικής απειλής και επεκτατισμού. Και παρά την κατάρρευση της Ελληνοτουρκικής φιλίας και την προοδευτική επιδείνωση των σχέσεων από το 1955, η βασική υπόθεση (και για την Ελλάδα) ότι η Τουρκία θα πρέπει να παραμείνει στη Δύση και να αγκυροβολήσει ακόμη πιο στέρεα (μέσω της πρόσδεσής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση – ΕΕ) όχι μόνο δεν έχει ατονίσει αλλά έχει ενισχυθεί για πολλούς λόγους. Επομένως το ζήτημα των F-16 στην Τουρκία θα πρέπει να θεωρηθεί μέσα από την ευρύτερη οπτική εξυπηρέτησης των ελληνικών συμφερόντων αλλά και των δυναμικών γεωπολιτικών παραμέτρων ιδιαίτερα όπως διαμορφώνονται μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η πολιτική ηγεσία (οφείλει να) κατανοεί το ιστορικό πλαίσιο όπως το κατανοούσαν οι μεγάλοι της μεταπολίτευσης Κ. Καραμανλής, Κ. Α.Γ. Παπανδέου,Μητσοτάκης, Κ. Σημίτης.
Πηγή: www.tovima.gr