«Η σιωπή του Πολυτεχνείου»-και πάλι. Γιατί ήταν τα νιάτα μας, γιατί είναι οι αναμνήσεις μας, και γιατί δεν τις έχουμε εκχωρήσει σε κανέναν.
(Μαζί με μιαν ευχή: ποτέ στη χώρα αυτή να μη χρειαστεί κάποιο "Νέο Πολυτεχνείο". Κι ας μείνουν οι οπισθοδρομικοί αναχρονιστές στις "ονειροβασίες" τους).
«Ησυχία, ήχος!». Όσοι έχουν ασχοληθεί με κάποιο τρόπο με το σινεμά ή την τηλεόραση θα ξέρουν αυτή την έκφραση. Πρόκειται για τη στιγμή που αφού έχει γυριστεί κάποια σκηνή ο ηχολήπτης ζητάει να γίνει ησυχία για να εγγράψει στο μαγνητόφωνο τον ήχο του χώρου, που θα χρειαστεί αργότερα στο μοντάζ. Στην ουσία να μαγνητοφωνήσει τη σιωπή. Τη σιωπή όμως του συγκεκριμένου χώρου. Γιατί κάθε χώρος έχει τη δική του σιωπή. Μια σιωπή που αλλάζει μέσα στο χρόνο, τις συνθήκες, την ανθρώπινη παρουσία ή απουσία.
Μια τέτοια σιωπή έπεσε ξαφνικά αργά κάποια στιγμή το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, ώρα Πολυτεχνείου. Κράτησε μόνο κάποια δευτερόλεπτα. Αυτά τα δευτερόλεπτα όμως άλλαξαν ολόκληρη την αφήγηση της ιστορίας. Ήταν η στιγμή που κόπηκαν μαχαίρι, λες στον αέρα, τα συνθήματα που μέχρι τότε δονούσαν την ατμόσφαιρα. Γιατί ένας άλλος ήχος ερχόταν να καταλάβει το χώρο. Ήταν η στιγμή που ακούστηκε ο ήχος από τις πρώτες ερπύστριες. Η στιγμή που όλοι όσοι είχαν μείνει μέσα στο Πολυτεχνείο κατάλαβαν το τι θα επακολουθούσε. Που δεν υπήρχαν πια κομματικοί, αριστεριστές, αναρχικοί, αυτόνομοι ή ανεξάρτητοι. Μόνο κυνηγημένοι άνθρωποι, ασχέτως πολιτικής προέλευσης, που βρέθηκαν εκεί γιατί τους κινούσε μια κοινή ανάγκη: να δηλώσουν με θάρρος πως δεν ανέχονταν πια να τους στερούν το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, στη δημόσια δήλωση γνώμης, στην επιλογή κομμάτων, με δυό λόγια στη Δημοκρατία. Η στιγμή που όλοι αυτοί κοιτάζονταν στα μάτια. Εκείνη η στιγμή που στη ακαριαία διάρκεια της ολοκληρώθηκε και τέλειωσε αυτό που σήμερα ονομάζουμε το "Πολυτεχνείο". Η στιγμή που το "Πολυτεχνείο" σώπασε.