Η πολύμηνη φημολογία για υποψηφίους, συνδυασμούς και κομματικές στηρίξεις φτάνει πια στο τέλος της. Στον λίγο καιρό που απομένει ως τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ελπίζει κανείς πως η συζήτηση θα μετακινηθεί από τη θελκτικότητα ή μη των προσώπων, από την ηλικία και την εμφάνισή τους, στην ουσία της πολιτικής πρότασης. Στη συζήτηση για την αυτοδιοίκηση.
Πριν πάρουν φωτιά οι αντεγκλήσεις και αρχίσουν τα προεκλογικά «κολλήματα στον τοίχο», πριν αρχίσουν οι αντιπαραθέσεις και οι κατηγορίες για το τι δεν έγινε, που συχνά αναιρούν ή εκμηδενίζουν ό,τι σοβαρό έγινε, αξίζει να γυρίσουμε στα βασικά.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το Δήμο Αθηναίων. Θα περίμενε κανείς πως ο μεγαλύτερος δήμος της χώρας θα είχε τις περισσότερες αρμοδιότητες ή, έστω, κάποια προνόμια έναντι των άλλων δήμων. Και όμως, ο μέσος πολίτης θα εντυπωσιαστεί μαθαίνοντας ότι ο Δήμος Αθηναίων ίσως έχει τις λιγότερες αρμοδιότητες από κάθε άλλον ΟΤΑ, καθώς το κεντρικό κράτος έχει επηρεάσει στρατηγικά κομβικές λειτουργίες του. Την ίδια στιγμή το απίθανο ισχύον νομικό πλαίσιο για τους ΟΤΑ, φιλοτεχνημένο από ανεκδιήγητους τεχνοκράτες και πολιτικούς, μοιάζει να στοχεύει στην πλήρη σύγχυση και τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία. Και δεν είναι τυχαία η αναφορά σε στόχευση, καθώς την τελευταία τριετία το σύστημα αυτό έχει στείλει στο καλάθι των αχρήστων σειρά προτάσεων που υπέβαλε το ίδιο διάστημα ο Δήμος Αθηναίων για νομοθετικές ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να απαλλάξουν ΟΤΑ και πολίτες από αυτό τον δαιδαλώδη γραφειοκρατικό λαβύρινθο.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, ο Δήμος Αθηναίων δεν ελέγχει ένα μεγάλο ποσοστό των δρόμων που διέρχονται μέσα από τα όριά του. Για παράδειγμα, η οδός Σταδίου, η Πανεπιστημίου, η Ακαδημίας, η Στουρνάρη, η Ναυαρίνου, η Τζαβέλα, η Σόλωνος, ακόμα και η οδός Αθηνάς, στην οποία βρίσκεται το δημαρχιακό μέγαρο, δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία του Δήμου Αθηναίων, αλλά σε εκείνη του υπουργείου Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων. Σε όλους αυτούς τους δρόμους ο δήμος δεν έχει επί της ουσίας καμία αρμοδιότητα. Πρόσφατα, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης δράσης για την αναβάθμιση του κέντρου της πόλης, χρειάστηκε να φρεσκαριστούν από το δήμο οι διαβάσεις των πεζών στην οδό Σταδίου. Όμως αυτό δεν μπορούσε να γίνει χωρίς να δώσει τη σχετική άδεια το αρμόδιο υπουργείο. Και αδειοδότηση σημαίνει –κατ’ ελάχιστον– γραφειοκρατία και καθυστερήσεις.
Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Για να ολοκληρωθεί μια μελέτη για την ανάπλαση μιας πλατείας πρέπει να έχουν προηγηθεί δημόσια διαβούλευση, μελέτη των τεχνικών υπηρεσιών, έγκριση της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής και έγκριση του Δημοτικού Συμβουλίου. Εδώ και λίγα χρόνια το υπουργείο Περιβάλλοντος έθεσε ως προαπαιτούμενο και τη διενέργεια αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Έτσι, πολλαπλασιάστηκε ο χρόνος για την ολοκλήρωση μιας μελέτης και αυξήθηκε το κόστος κάθε έργου. Και αυτά τη στιγμή που απαιτούμε επιτάχυνση των έργων, ιδίως των ενταγμένων στο ΕΣΠΑ, για να έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη. Αυτό δεν είναι παρά το πρώτο σκέλος, καθώς για την προκήρυξη και τη δημοπράτηση του έργου απαιτούνται πολλές εβδομάδες και μια επίκληση στην τύχη, ώστε οι τυχόν ενστάσεις να μην το παραπέμψουν στις καλένδες.
Πράγματι, η διαδικασία για την προκήρυξη και την ολοκλήρωση του διαγωνισμού ενός έργου ή μιας προμήθειας είναι μία από τις πλέον παράλογες στην ελληνική δημόσια διοίκηση. Η υλοποίηση περνά από πολλαπλούς σκοπέλους: εκατοντάδες νόμους, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις, χιλιάδες σελίδες νομολογίας, εκατοντάδες εγκυκλίους, δεκάδες εποπτικές αρχές. Για την απευθείας ανάθεση μιας εργασίας απαιτούνται κυριολεκτικά δεκάδες υπογραφές. Για τη μετάταξη ενός υπαλλήλου από ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου του δήμου στον κεντρικό δήμο κατόπιν αίτησης χρειάζονται πάνω από εκατό υπογραφές, μεταξύ των οποίων εκείνες τριών υπουργών. Χρειάζονται δύο υπουργεία για να εγκρίνουν προμήθειες πάνω από 60.000 ευρώ και πρέπει να υπογράψουν δύο υπουργοί για να ενταχθεί μια προμήθεια στο ενιαίο πρόγραμμα προμηθειών (ΕΠΠ). Και αφού εντάξουν τα έργα απ’ όλη την Ελλάδα, οι ίδιοι υπουργοί πρέπει να υπογράψουν την απόφαση εφαρμογής του ΕΠΠ. Θα φανταζόταν κανείς πως με το ΕΠΠ θα μπορούσε όλο το ελληνικό Δημόσιο να κάνει προμήθειες, σε υλικά ελαιοχρωματισμού για παράδειγμα, με έναν μόνο διαγωνισμό, επιτυγχάνοντας καλύτερες τιμές και οικονομίες κλίμακας. Όμως αυτό δεν συμβαίνει. Μετά την ένταξη στο ΕΠΠ, κάθε φορέας συνεχίζει μόνος του τη διαδικασία…
Θα περίμενε κάνεις ότι η βαθιά κρίση που περνάμε θα οδηγούσε κάποιους από το κεντρικό σύστημα εξουσίας να βάλουν μυαλό. Αντιθέτως, αλλοπρόσαλλοι νόμοι, διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι παράγονται με καταιγιστικό ρυθμό, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο ΟΤΑ και πολίτες. Έτσι, ο πλούσιος, πραγματικά αντιγραφειοκρατικός απολογισμός του Δήμου Αθηναίων μοιάζει με θαύμα, αν σκεφτούμε το νομοθετικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε. Και η αντιπαράθεση μεταξύ των υποψηφίων στις ερχόμενες δημοτικές εκλογές θα άξιζε να γίνει σε αυτό το πεδίο. Ίσως έτσι θα βγαίναμε όλοι κερδισμένοι.