Ένα μήνα και κάτι μετά την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του περασμένου Ιουλίου και τους δικαιολογημένους πανηγυρισμούς που τη συνόδευσαν, είναι ίσως η στιγμή για την ανάδειξη μιας όχι επαρκώς φωτιζόμενης πτυχής της απόφασης: της συμβολής της στην προώθηση μιας ευρύτερης πολιτικής συνοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε δημοσιονομικούς όρους, η πολιτική συνοχής είναι αναμφίβολα ο μεγάλος κερδισμένος από αυτή την απόφαση. Πράγματι, αν στα προβλεπόμενα για την πολιτική αυτή κονδύλια του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ) 2021-2027 προστεθούν και αυτά του Ταμείου Ανάκαμψης – που υπηρετούν αντίστοιχους στόχους και, για το λόγο αυτό εντάσσονται στον ίδιο τομέα του ΠΔΠ – διαπιστώνεται ότι η πολιτική συνοχής θα έχει στη διάθεσή της τα επόμενα χρόνια πόρους αδιανόητου μέχρι πριν λίγους μήνες ύψους.
Από άποψη όμως περιεχομένου, θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι κερδισμένη από την απόφαση του Ιουλίου είναι η πολιτική συνοχής όπως αυτή νοείται σε όρους «στρατηγικής της Λισαβώνας» · μια πολιτική συνοχής, δηλαδή, που δίνει προτεραιότητα στη συνολική αναπτυξιακή μεγέθυνση της Ένωσης και λιγότερο στη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών και στην ανάπτυξη των λιγότερο ανεπτυγμένων από αυτές. Όσο και αν αυτό κρίνεται επιβεβλημένο υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η προσέγγιση αυτή συνεχίζει να ευνοεί τις πιο ανεπτυγμένες περιφέρειες. Πράγματι, παρ? όλο που οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από την προωθούμενη ψηφιακή σύγκλιση και πιθανώς από την πράσινη μετάβαση, αλλά και από τον παραγωγικό μετασχηματισμό και την εξωστρέφεια, αυτό που αναμένεται είναι ότι από τις πολιτικές αυτές θα επωφεληθούν περισσότερο οι ανεπτυγμένες περιφέρειες, οι οποίες διαθέτουν το παραγωγικό και ανθρώπινο κεφάλαιο που θα τους επιτρέψει να τις αξιοποιήσουν περισσότερο και καλύτερα.
Από την άλλη όμως πλευρά πρέπει να επισημανθεί ότι είναι η πρώτη φορά που μια πολιτική με σαφή χαρακτηριστικά πολιτικής συνοχής αφορά συμμετρικά όλα τα κράτη μέλη και όλους τους πολίτες της Ένωσης. Είναι η πρώτη φορά που οι πολίτες των χωρών/καθαρών συνεισφορέων του βορρά έχουν το ίδιο πρόβλημα με τους πολίτες της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης και συστρατεύονται στην προσπάθεια αντιμετώπισής του. Έτσι, για παράδειγμα, η Γερμανία και η Γαλλία είναι μεταξύ των περισσότερο επωφελούμενων χωρών από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. ΄Ίσως, εξ αιτίας αυτού, να ήλθε η στιγμή που π.χ. οι Γερμανοί ή οι Ολλανδοί φορολογούμενοι θα συνειδητοποιήσουν ότι ανήκουν σε ένα ευρύτερο σύνολο με κοινές αξίες και κοινούς στόχους και ότι η συναντίληψη στην αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη όχι μόνο αυτού του συνόλου αλλά και για την ίδια την οικονομία της χώρας τους και, εν τέλει, για τη διασφάλιση του δικού τους προσωπικού συμφέροντος.
Είναι, λοιπόν, η πρώτη φορά που δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να αποκτήσει η ευρωπαϊκή πολιτική συνοχής το πλήρες εύρος της. Που δεν θα αφορά μόνο τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών αλλά θα είναι κάτι πολύ ευρύτερο : η εδραίωση, δηλαδή, ενός δεσμού που θα συνδέει τους ευρωπαίους πολίτες μεταξύ τους, τους ευρωπαίους πολίτες που θα μοιράζονται τις ίδιες αξίες , θα συστρατεύονται για να επιτύχουν κοινούς στόχους και θα απολαμβάνουν τους καρπούς της κοινής προσπάθειας.
Η στιγμή είναι πραγματικά ιστορική για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η πολιτική της σημασία θα αποδειχθεί μεγαλύτερη από την οικονομική.
Πηγή: www.tovima.gr