Η υπογραφή της δανειακής σύμβασης είναι πολύ σημαντική για τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και μπορεί, υπό όρους, να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα στα μάκρο αλλά και μίκρο οικονομικά μεγέθη της οικονομίας μας. Υποχρέωσή μας είναι να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε, για να διαχειρισθούμε, τις αρνητικές επιπτώσεις από την, νεοφιλελεύθερης κοπής, προσαρμογή της οικονομίας μας στην σύγχρονη τάση των δεδομένων της παγκοσμιοποίησης και την αυτονόμηση της οικονομίας του χαρτιού από την πραγματική οικονομία.
Σήμερα πλέον έχει καταγραφεί ότι η πολιτική επιλογή της εσωτερικής υποτίμησης απέτυχε. Η μονοσήμαντη μείωση των μισθών, σε αντίθεση με της αύξηση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών που χρησιμοποιούμε, δεν είναι ταξικά ουδέτερη ούτε κοινωνικά αθώα. Πολλοί είναι αυτοί που ωφελούνται υπέρμετρα, σε σχέση με το κόστος που καταβάλλουν, μιας και η αύξηση των φόρων και η μείωση των μισθών δεν δικαιολογεί αυτήν την αύξηση των τιμών. Άρα οι παραγωγοί – επιχειρήσεις (εφόσον επιζήσουν από τον περιορισμό της ζήτησης) δυνητικά, βγαίνουν κερδισμένοι από την κρίση. Αντιθέτως το σύνολο των πολιτών της μισθωτής εργασίας, πληρώνει υπέρμετρα την επιδιωκόμενη οικονομική ανάταξη και ωφέλεια που θα προκύψει από αυτήν. Ζητούμενο πρέπει να είναι η διαδικασία με την οποία θα επιμερισθεί η όποια ωφέλεια, από το αποτέλεσμα της οδυνηρής λιτότητας που αποδεχθήκαμε ως χώρα για να διαχειρισθούμε την δημοσιονομική μας κρίση. Στην οικονομία δεν υπάρχει “τσάμπα φαγητό”. Άρα όσοι “πληρώνουν” αναλαμβάνοντας το κόστος της ανάταξης στο παρόν, πρέπει να έχουν το σχετικό μερίδιο από μια δίκαιη κατανομή της προσδοκώμενης ωφέλειας. Αντιστοίχως οι σχετικές κοινωνικές ομάδες που δεν συμβάλλουν τόσο στο ξεπέρασμα της κρίσης να έχουν και το σχετικό τίμημα. Αυτό πρέπει να σχεδιασθεί για να δώσει προοπτική και ελπίδα στους εργαζόμενους και την αξία που πρέπει στη μισθωτή εργασία.
Προτεραιότητα στις δυνάμεις του προοδευτικού εκσυγχρονισμού, για την υλοποίηση επιλογών όπως οι παραπάνω, είναι να βρεθούν και να ορισθούν μηχανισμοί διακυβέρνησης της πορείας ανάταξης στην μετα- μνημόνιο εποχή. Έχει έρθει η ώρα να προσπαθήσουν όλοι οι συμμετέχοντες στο δημόσιο λόγο, εντός και εκτός χώρας (κυβερνητικοί οργανισμοί εθνικοί και διεθνικοί, εργατικές ενώσεις και διεθνείς οργανώσεις, εκπρόσωποι μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), εταιρείες κλπ), να αναπτύξουν πολιτικές διαχείρισης της αποτελεσματικής υλοποίησης της δανειακής σύμβασης της χώρας με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό μπορεί να γίνει δια μέσω ρυθμίσεων, που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που δημιουργεί η παρούσα κατάσταση.
Υποστηρίζουμε ότι, για να γίνει ορθολογική διαχείριση των οικονομικών προοπτικών της χώρας στην επόμενη μέρα της δανειακής σύμβασης, πρέπει να υπάρξει προσπάθεια εξισορρόπησης των κοινωνικών επιπτώσεων, με την αναβάθμιση των υπηρεσιών του κράτους και την προσαρμογή των τιμών των προϊόντων και των υπηρεσιών. Απαιτούνται ρυθμιστικές παρεμβάσεις με στόχο την υποστήριξη του Πολίτη και εν γένει του καταναλωτή. Αυτό σημαίνει ρυθμίσεις και κοινωνικές δράσεις, όπου τον πρώτο λόγο θα έχουν ανεξάρτητοι ρυθμιστικοί μηχανισμοί και φορείς. Ταυτοχρόνως απαιτεί οργάνωση και θεσμική εκπροσώπηση της κοινωνίας των πολιτών με διεθνική υποδομή.
Το οικονομικό σύστημα στη χώρα μας, λειτουργώντας από τη μια όψη του νομίσματος με ένα υπεργιγαντισμό του κράτους και από την άλλη με μια αγορά χωρίς ρυθμίσεις, δημιούργησε συνολικά πολλά προβλήματα στην οικονομία, είτε σε τοπικό είτε σε επίπεδο περιφέρειας. Σήμερα μετά την μνημονιακή πολιτική της απελευθέρωσης πρέπει να υπάρξει μέριμνα για τα προβλήματα αυτά. Ζητήματα όπως το περιβάλλον, η πρόνοια, η υγεία, η εκπαίδευση, η ασφάλεια των πολιτών, η ανισότητα στην διανομή του πλούτου και η αύξηση της φτώχειας και άλλα, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο από τις δυνάμεις της αγοράς.
Επομένως δεν είναι πολύ ρεαλιστικό να φανταζόμαστε ότι μπορούμε να έχουμε μια προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην νέα φάση που εισήλθαμε, χωρίς μια παράλληλη εξέλιξη, με κανόνες, της διακυβέρνησης της απελευθέρωσης με ρυθμίσεις.
Η ανάγκη για τις ρυθμίσεις αυτές έχει διευρυνθεί με ταχείς ρυθμούς μετά την συνειδητοποίηση των οικονομικών προβλημάτων στη χώρα μας. Αν δούμε τι μας συνέβη κατά την πορεία προς και μετά την ένταξή μας στο Ευρώ, θα διαπιστώσουμε ότι τέσσερα σημαντικά φαινόμενα, τα οποία ωστόσο έχουν αναδειχθεί ελάχιστα, διαμορφώνουν τη πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Το πρώτο είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, έζησε η χώρα για τόσο χρονικό διάστημα σε συνέχεια, σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας απ’ ό,τι κατά το παρελθόν. Το δεύτερο είναι η τεράστια εξάπλωση του Διαδικτύου και η χρήση του για την αύξηση της παραγωγής και τον έλεγχο της διανομής του πλούτου και της διεθνούς παραβατικότητας. Το τρίτο είναι η εδραίωση των μη κυβερνητικών οργανώσεων ως οργανώσεων δράσης με παγκόσμια απήχηση. Το τέταρτο είναι η ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση και αποδοχή των κοινωνιών και των θεσμικών τους εκπροσώπων, για την ανάγκη ρυθμίσεων της διακυβέρνησης της «ελεύθερης» οικονομίας.
Η ιδιοσυστασία διαφόρων παραγωγικών δραστηριοτήτων, που δεν αναφέρονται μόνον σε ένα κράτος, οδηγεί σε ένα επιχειρησιακό περιβάλλον με υπερεθνικό χαρακτήρα, γεγονός το οποίο, πολλές φορές, γίνεται συνθετότερο, λόγω της αυξημένης ανάγκης για πληροφόρηση αλλά και της ανάγκης για σύγκλιση των διαφορετικών νοοτροπιών, αντιλήψεων και συνθηκών λειτουργίας των εμπλεκομένων παραγόντων. Απαιτεί ρυθμίσεις εθνικές, αλλά και εναρμονίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η ιδέα μας είναι να προκαλέσουμε τον δημόσιο διάλογο, για συμβολή με σκέψεις στον τρόπο που μπορεί να γίνει αυτή η ρυθμιστική δράση, διακυβέρνηση της νέας εποχής στην χώρα μας. Η προτάσεις για ρυθμίσεις (εθνικές, περιφερειακές και παγκόσμιες), σε διάφορους τομείς της οικονομίας, η δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών με σχέσεις συνεργασίας που θα υπερβαίνουν εθνικά και περιφερειακά σύνορα, η δημιουργία θεσμών διαβούλευσης των διαφορετικών lobbies συμφερόντων και σύγκλισης, με διαφάνεια, μπορούν να αποτελέσουν τις πρώτες προσπάθειες.
Ο σκοπός μας είναι η εύρεση τρόπων που θα μας επιτρέψουν, μέσω της διαφύλαξης των κανόνων ρύθμισης, τη δικαιότερη διανομή του πλούτου και περιορισμού στην κατασπατάληση πόρων, για να επιτύχουμε οικονομική ευμάρεια.
Ο Κώστας Χλωμούδης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.