Τοπίο μετά την τηλεοπτική μάχη

Παύλος Τσίμας 28 Οκτ 2016

Τι έφταιξε; Τι πήγε στραβά; Γιατί αυτό που έμοιαζε πολιτικός θρίαμβος εξελίσσεται σε βαριά ήττα; Η ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου έμοιαζε να είναι το καλό χαρτί στα χέρια της κυβέρνησης. Θα της εξασφάλιζε εύκολα και μια πολιτική νίκη επί των αντιπάλων της, Που έχουν τη φωλιά τους λερωμένη. Και μεταρρυθμιστικά διαπιστευτήρια. Και το «αριστερό αποτύπωμα» που αγωνιωδώς ψάχνει.

Θα αρκούσε να πει: γιατί 21 χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου Βενιζέλου για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας, ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ; Γιατί 15 χρόνια μετά τη ματαίωση του πρώτου και μόνου διαγωνισμού που είχε αναλάβει το ΕΣΡ, δεν έγινε νέος διαγωνισμός και δεν θεραπεύθηκαν οι λόγοι που οδήγησαν σε ναυάγιο εκείνη την απόπειρα; Ε, λοιπόν, εγώ θα δώσω στο ΕΣΡ τα μέσα να κάνει τον διαγωνισμό, να δώσει τις άδειες, με τρόπο που και στο δημόσιο ταμείο να μπουν χρήματα για την χρήση των συχνοτήτων και να εφαρμοστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις νομιμότητας και ποιότητας στην απονομή των αδειών και να αποκατασταθεί ο διαφανής έλεγχος του τοπίου με τον μόνο εφικτό τρόπο- μέσω μιας ισχυρής, ανεξάρτητης αρχής.
Αλλά επέλεξε άλλον δρόμο, που οδηγείται σε ένα προαναγγελθέν φιάσκο.

Γιατί;

Ένας λόγος θα μπορούσε να είναι ότι προσέγγισε το ζήτημα με όρους της δεκαετίας του ’80, με απαρχαιωμένα αναλυτικά εργαλεία. Ως εάν βρισκόμασταν στην εποχή της αναλογικής τηλεόρασης, όταν ιδιοκτήτες ψησταριών έστηναν λάθρα μια κεραία στο βουνό, εξέπεμπαν πρόγραμμα από λαθραίες βιντεοκασέτες, περιμένοντας τις εκλογές για να δαγκώσουν τους τοπικούς πολιτευτές. Αλλά στην ψηφιακή εποχή τα «κανάλια» είναι απλώς πάροχοι περιεχομένου σε μια ψηφιακή πλατφόρμα και η κατανάλωση τηλεοπτικού περιεχομένου μετακινείται γρήγορα προς εναλλακτικά μέσα. Οι νεότεροι βλέπουν το πρόγραμμα που θέλουν, όταν το θέλουν, στο τάμπλετ τους.

Ένας άλλος λόγος θα μπορούσε να είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξ αρχής λάθος ανάλυση για τις αιτίες της κακοδαιμονίας του τηλεοπτικού τοπίου. Έμενε προσηλωμένος σε μια αφελή, απλουστευτική αφήγηση πως η ρίζα του κακού ήταν η ισχύς των «καναλαρχών», που έσερναν από τη μύτη αδύναμους ή διεφθαρμένους πολιτικούς, τους εμπόδιζαν να εφαρμόσουν το νόμο και να δώσουν άδειες και αντάλλασσαν την ισχύ τους με θαλασοδάνεια από τις τράπεζες. Αλλά αυτό είναι ένα μέρος μόνον της εικόνας. Η αλήθεια είναι ότι τα πολιτικά κόμματα, με άρρητη συναίνεση και εντυπωσιακή ομοφωνία, από την πρώτη στιγμή, ακύρωσαν τον ιδρυτικό νόμο της ιδιωτικής τηλεόρασης, του 1989, πάτησαν τον όρκο που είχαν δώσει «να αποκόψουν την τηλεόραση από την κυβερνητική εξάρτηση», να παραιτηθούν από αυτην την εξουσία και να την αναθέσουν σε μια ανεξάρτητη αρχή. Σκότωσαν το ΕΣΡ στην κούνια, κράτησαν την εξουσία του ελέγχου– άρα και της υπόγειας, αδιαφανούς συναλλαγής- στα χέρια των εκάστοτε κυβερνήσεων και γέννησαν το φαινόμενο που κρύβεται πίσω από το σύνθημα ευκολίας «διαπλοκή». Πουθενά στον κόσμο δε χτυπιέται η «διαπλοκή» με άλλον τρόπο πέραν της διαφάνειας και της πολιτικής αμεροληψίας που μπορεί να εξασφαλίσει μια ανεξάρτητη αρχή. Και ο νόμος Παππά, πήγαινε να διορθώσει το κακό, επιτείνοντας την αιτία του. Πετώντας το ΕΣΡ στα σκουπίδια.

Κι ένας τρίτος λόγος θα μπορούσε να είναι ότι πίσω από την ομολογημένη επιδίωξη επιβολής νομιμότητας υπήρχε και μια ακόμη, ανομολόγητη επιδίωξη. «Να σπάσει το κλειστό επάγγελμα του καναλάρχη», όπως λέγεται στην κοινή συριζαϊκή. Δηλαδή, να μπουν νέοι παίκτες στο τηλεοπτικό παιχνίδι. Αλλά σε μια αγορά με έξι εγκατεστημένα κανάλια εθνικής εμβέλειας, νέος παίκτης δε χωρά ή η είσοδός του στο παιχνίδι θα γίνει αφόρητα ακριβή. Έτσι προέκυψε ο μαγικός αριθμός 4. Όσα ινστιτούτα Φλωρεντίας κι όσες εκτιμήσεις για τις δυνατότητες της αγοράς κι αν ακούσαμε, όλοι καταλάβαιναν ότι οι άδειες έγιναν 4, ώστε να κλείσουν κάποιοι παλιοί και να δημιουργηθεί χώρος για καινούργιους. Κι αυτό έσυρε μια σκιά συναλλαγής πάνω από μια προσπάθεια που θα έπρεπε να είναι προσπάθεια εξυγίανσης.

Και τώρα;

Για την κυβέρνηση το δίλημμα είναι απλό. Ή θα επιμείνει να θεωρεί το λάθος σωστό και θα προσπαθήσει να φέρει με νέα ρύθμιση την ουσία του παλαιού νόμου, σε σύγκρουση με τη δικαιοσύνη, την αντιπολίτευση και- αύριο- την Ευρώπη. Ή θα κάνει αυτό που εξ αρχής θα έπρεπε να έχει επιλέξει- να υποχρεώσει την αντιπολίτευση να αποδεχθεί τους κανόνες μιας διαφανούς ρύθμισης, συναινετικά, μέσω ΕΣΡ. Η πρώτη επιλογή έχει μία μόνον κατάληξη: εκλογές, εν μέσω τηλε-χάους και με ένα αφήγημα «ή εμείς ή η διαπλοκή». Η δεύτερη επιλογή απαιτεί και της αντιπολίτευσης τη συναίνεση. Να δει το θέμα ως ευκαιρία να κλείσει μια πληγή, κι όχι να κερδίσει η ίδια έναν πολιτικό ρούμπο, ζητώντας εκλογές.