Σε λιγότερο από τρεις μήνες θα πραγματοποιηθούν οι δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα και ακόμη οι διάφορες παρατάξεις, που διεκδικούν την ανάληψη της ευθύνης της πολιτικής διαχείρισης της πραγματικότητας στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας, δεν έχουν κοινοποιήσει έναν ολοκληρωμένο, μακροπρόθεσμο, με επιστημονική τεκμηρίωση και ακριβέστατη κοστολόγηση σχεδιασμό, στον οποίο γνωστοποιούνται και οι πηγές άντλησης των απαραίτητων πόρων, ώστε οι εξαγγελλόμενες πολιτικές προθέσεις να είναι ρεαλιστικές.
Αναγκαστικά οι πολίτες θα κρίνουν και θα αποφασίσουν με βάση τις προσδοκίες και τις φαντασιώσεις, που μπορεί να δρομολογήσει ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος για ένα μέλλον, το οποίο έχει περισσότερο εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά. Εξάλλου δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική η προβολή των εξαγγελλομένων σε βάθος χρόνου, διότι δεν στηρίζονται σε επιστημονικές μελέτες.
Μια συστηματική προσέγγιση των προγραμμάτων των παρατάξεων, που διεκδικούν την ανάληψη της δημοτικής αρχής, δείχνει με μεγάλη σαφήνεια, ότι αποτελούν συρραφή ιδεών μεμονομένων ατόμων σε σχέση με την τοπική κοινωνία, οι οποίες κατά την γνώμη τους εγγυώνται την βελτίωση των υποδομών (π.χ. πεζοδρόμια), χωρίς όμως να επιλύονται προβλήματα λειτουργικότητας (π.χ. δημιουργία χώρων στάθμευσης για να μην παρκάρουν τα αυτοκίνητα στα πεζοδρόμια και να μην αναγκάζονται οι πεζοί να διακινδυνεύουν την σωματική τους ακεραιότητα ή την ζωή τους περπατώντας στους δρόμους).
Επίσης δεν μελετούν ούτε προσπαθούν να αλλάξουν αρνητικές κοινωνικές στάσεις (π.χ. να μην καθιστούν οι κάτοικοι απροσπέλαστα τα πεζοδρόμια με διάφορους τρόπους, όπως είναι το παρκάρισμα).
Μεγάλη απορία δε δημιουργεί η απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, όταν οι εξελίξεις είναι πολύ γρήγορες και αλλάζουν τα δεδομένα της πραγματικότητας. Όμως με αυτό τον τρόπο διαχείρισης του χρόνου δεν διασφαλίζεται η λειτουργικότητα της τοπικής κοινωνίας στις νέες συνθήκες, που διαμορφώνονται (π.χ. η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις σε διάφορους τομείς, υψηλός βαθμός ρύπανσης στις «μεγαπόλεις» του μέλλοντος όπως η Αθήνα με τους διάφορους δήμους, που την συγκροτούν, η δημιουργία συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης στα μεγάλα αστικά κέντρα, η αξιοποίηση τεχνολογιών των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την παραγωγή «καθαρής» ενέργειας και η αντιμετώπιση της ρύπανσης της ατμόσφαιρας και της υπερθέρμανσης του πλανήτη).
Πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Δήμοι του λεκανοπαιδίου της Αττικής και ιδιαιτέρως εκείνοι, οι οποίοι πληρούν περισσότερο τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός διαφορετικού βιώσιμου μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, όπως είναι ο Δήμος Ηλιούπολης ή και άλλοι όμοροι δήμοι, που τα όρια τους «εγγίζουν» τον Υμηττό.
Αντί περιστασιακά και χωρίς την ταυτόχρονη δημιουργία της απαραίτητης υποδομής (δίκτυο ποτίσματος) να «αναδασώνουν» δίχως αποτέλεσμα το τμήμα του βουνού, το οποίο συνορεύει με τον δήμο τους, θα ήταν πιο αποτελεσματικό και με αναπτυξιακή διάσταση σε σχέση με το μέλλον να συνεργασθούν, όσοι συμφωνούν και να διαμορφωθεί ένα σύγχρονο περιβαλλοντικό πάρκο (μια πρώτη αναφορά σε αυτό το θέμα έκανε ο ανεξάρτητος δημοτικός σύμβουλος Ηλιούπολης Κώστας Σεφτελής). Θα μπορούσε μάλιστα να συνδυασθεί και με την διάσταση της αναψυχής.
Συγκεκριμένα στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής διάστασης του πάρκου, αφού προηγηθεί μια συνολική μελέτη και αναδασωθεί με βιώσιμο τρόπο το βουνό, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα της ατμόσφαιρας, θα ήταν λειτουργικό να δημιουργηθεί ένα Κέντρο Εκπαίδευσης και Ευαισθητοποίησης για περιβαλλοντικά θέματα, το οποίο θα μπορούσαν να επισκέπτονται όλα τα σχολεία της Αττικής και όχι μόνο. Για την λειτουργία του θα ενεργοποιηθούν σίγουρα και οι εθελοντικές περιβαλλοντικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Παράλληλα θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας μικρός ζωολογικός κήπος κυρίως για παιδιά και να προβάλλονται οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας με την κατασκευή μιας μικρής μονάδας επίδειξης, η οποία θα μπορούσε να ηλεκτροδοτεί το πάρκο. Κατάλληλες για την οικοδόμηση της είναι οι ηλιοθερμικές συγκεντρωτικές τεχνολογίες, όπως ο Ηλιακός Πύργος.
Η διάσταση της αναψυχής θα μπορούσε να προσθέσει ακόμη πιο πολλές δυνατότητες στο πάρκο. Σε αυτή την περίπτωση όμως είναι απαραίτητη η συνεργασία περισσότερων Δήμων, διότι χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη έκταση.
Βασική προϋπόθεση για αυτής της μορφής και περιεχομένου πολιτική είναι η ριζική αλλαγή του τρόπου σκέψης και λειτουργίας των δημοτικών παρατάξεων. Η συνήθως περιστασιακή συγκρότηση τους ανάλογα με τα πρόσωπα και τις φιλοδοξίες τους σε σχέση με την διαχείριση της «εξουσίας» στο επίπεδο του Δήμου δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της ικανότητας ανταπόκρισης των τοπικών κοινωνιών στις σύγχρονες ανάγκες (αντιμετώπιση της ρύπανσης της ατμόσφαιρας και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής κ.λ.π.).
Ούτε και ο τρόπος διαμόρφωσης των «προγραμμάτων» είναι λειτουργικός, ενώ το περιεχόμενο τους δεν δρομολογεί την απαραίτητη δυναμική στις τοπικές κοινωνίες, ώστε να είναι σε θέση να διαχειρισθούν θετικά την πορεία τους προς το μέλλον.
Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει οι παρατάξεις να συμπορεύονται με την ταχύτητα της ροής του χρόνου. Οι εξελίξεις είναι πολύ πιο γρήγορες τώρα και γι’ αυτό ο προγραμματικός σχεδιασμός επιβάλλεται, από το ένα μέρος να είναι μακροπρόθεσμος και από το άλλο να στηρίζεται σε επιστημονικές αναλύσεις της πραγματικότητας στη δυναμική προβολή της στο μέλλον.
Ιδιαιτέρως στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι προϋπόθεση αυτός ο τρόπος λειτουργίας, διότι η δυναμική, που είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης στην προοπτική του χρόνου απαιτεί και την μακρόπνοη συνεργασία και διαπολιτισμική προσέγγιση των τοπικών κοινωνιών.
Η πραγματικότητα όμως δεν κινείται σε αυτό το μήκος κύματος. Στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών διαπιστώνεται η απουσία της ευρωπαϊκής διάστασης και δεν προωθείται η διαπολιτισμική προσέγγιση, ούτε διαμορφώνεται ευρωπαϊκή συνείδηση, ενώ δεν αξιοποιούνται τόσο οι καλές πρακτικές άλλων τοπικών κοινωνιών των κρατών-μελών σε διάφορους τομείς όσο και οι ευρωπαϊκοί πόροι στο πλαίσιο διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Οι Δήμοι μπορούν να βοηθήσουν αποφασιστικά, εάν στηρίξουν τις δομές της κοινωνίας πολιτών, που ενεργοποιούνται σε τοπικό επίπεδο, στην προσπάθεια για την δικτύωση τους με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την συμβολή ευρωπαϊκών θεσμών να οργανώνουν δραστηριότητες, οι οποίες προωθούν την κατανόηση και αποδοχή των διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών των τοπικών κοινωνιών. Η πολυπολιτισμικότητα αποτελεί πλούτο για την ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Επίσης στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας επείγει να εξειδικευθούν προτάσεις για την εξισορρόπηση της εικονικής προσέγγισης της πραγματικότητας στο πλαίσιο της ψηφιακής τεχνολογίας από τον σύγχρονο άνθρωπο με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων, οι οποίες προωθούν την κοινωνικότητα και την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου για την οικοδόμηση ισχυρής κοινωνικής συνοχής και την ελαχιστοποίηση της αποξένωσης σε σχέση με την υπόσταση του ως ατομικής και κοινωνικής ανθρώπινης οντότητας και το οικοσύστημα.
Σημαντική βοήθεια προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να προσφέρουν οι τοπικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ανάλογα με την θεματική τους αναφορά (π.χ. πολιτισμικές, περιβαλλοντικές κ.λ.π.), αρκεί να μην μετατραπούν σε προεκτάσεις πολιτικών κομμάτων ή δημοτικών παρατάξεων.
Η τοπική κοινωνία πρέπει να έχει αυτόνομο πολιτικό λόγο και ανάλογη λειτουργία, ώστε να αποτελεί αξιόπιστο συνομιληυή του Δήμου και των παρατάξεων, που δραστηριοποιούνται στα όρια του. Μόνο σε αυτό το πλαίσιο θα μπορέσει να διαμορφωθεί και να εκφρασθεί το κοινωνικό συμφέρον, να αποκτήσει «σάρκα και οστά» η βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών και περιεχόμενο η δημοκρατική λειτουργία.