Παρακολουθώ με ενδιαφέρον την αγωνία των τοπικών υποψηφίων δημάρχων και περιφερειαρχών για να καταρτίσουν τα ψηφοδέλτιά τους. Χρειάζονται εκατοντάδες υποψήφιοι για κάθε δημοτικό ψηφοδέλτιο, και δεκάδες για κάθε περιφερειακό. Σε μικρούς δήμους, μοιάζει σάμπως να πρέπει ολόκληροι πληθυσμοί να γεμίσουν τα ψηφοδέλτια των δέκα τόσων κομμάτων και ανεξαρτήτων υποψηφίων δημάρχων. Σε ακραίες περιπτώσεις, μοιάζει σάμπως να καταστρατηγείται το σύστημα της έμμεσης δημοκρατίας και να ρέπει το σύστημα προς μια περίπου άμεση δημοκρατία όπου ολόκληρος ο πληθυσμός θα συνεδριάζει σε τακτικά διαστήματα για να αντιμετωπίζεται και να διαχειρίζεται τα τοπικά ζητήματα. Μεγάλη δυσκολία των υποψηφίων δημάρχων, κυρίως, να βρουν επαρκή αριθμό υποψηφίων δημοτικών συμβούλων και ακόμη μεγαλύτεροι η δυσκολία τους να διαλέξουν ικανούς. Οι ικανοί είναι εκείνοι που αποφεύγουν μάλλον συστηματικά να δεσμευθούν με υποψηφιότητα. Γιατί;
Το βασικό επιχείρημα αυτών που διστάζουν είναι ότι δεν θέλουν να αναλάβουν αρμοδιότητες για τις οποίες δεν δίνονται επαρκή χρήματα για να ασκηθούν. Πολλές οι αρμοδιότητες των Δήμων και συνεχώς μειούμενη η χρηματοδότηση από την κεντρική διοίκηση. Η κρίση έχει κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Τώρα πια είναι αυταπόδεικτη ματαιοπονία η παλιά τακτική της απομύζησης κεντρικών πόρων με την τακτική των «κινητοποιήσεων» και των κομματικών μέσων. Απλούστατα το ταμείο δεν έχει.
Η κατάσταση αυτή έχει ανατρέψει την συμπεριφορά των τοπικών αρχόντων. Είχαν μάθει να κερνούν και να στέλνουν τον λογαριασμό στην κεντρική κυβέρνηση. Τους ήταν πολύ εύκολο να ρίχνουν το φταίξιμο στην «κυβέρνηση των Αθηνών» κάθε φορά αυτά που εκείνοι αυθαίρετα έταζαν στους τοπικούς πελάτες τους δεν πληρώνονταν από την κεντρική κυβέρνηση. Είχαν όμως πάντα την ελπίδα, ότι «με την κατάλληλη πίεση» θα εξασφάλιζαν περισσότερα. Για τον λόγο αυτό το βασικό εργαλείο για την εξασφάλιση πόρων ήταν η «φωνή». Θέλουμε λιμάνι; Να κατεβάσουμε τον κόσμο σε συλλαλητήριο για να τρομάξει η Κυβέρνηση. Θέλουμε σχολικό κτήριο σε κάθε μαχαλά, μαζεύουμε τους γονείς και τους μαθητές και τους βάζουμε να φωνάζουν. Και πάει λέγοντας. Σε όλη αυτή την κατάσταση, κανενός τοπικού άρχοντα δεν περνούσε η ιδέα του προγραμματισμού υπό συνθήκες οικονομικών περιορισμών, μήτε έξυπνων λύσεων που είτε θα μείωναν το κόστος για κάποια σχέδια, ή θα εξασφάλιζαν πρόσθετους πόρους πέραν εκείνων της κεντρικής διοίκησης. Έτσι εκπαιδεύτηκε ο κόσμος, να θεωρεί ως πιο επιτυχημένο δήμαρχο εκείνον που φώναζε πιο δυνατά διεκδικώντας τα πάντα και άλλα τινά. Μερικές φορές μου φαίνονταν ότι ο ιδανικός δήμαρχος θα ήταν μια τεράστια ντουντούκα που θα ούρλιαζε καθημερινά μέχρι να κουφάνει τη « κυβέρνηση των Αθηνών» και τότε. τρομοκρατημένη εκείνη να σπεύδει να κάνει το όποιο χατήρι της γύρευαν. Το σύστημα έχει πλήρως απομακρυνθεί από τους κανόνες της ορθολογικής διαχείρισης. Γιατί;
Ένας φαίνεται να είναι ο λόγος: Διότι στην τοπική αυτοδιοίκηση, με εξαίρεση τις λίγες υπηρεσίες που λειτουργούν με ανταποδοτικά τέλη, σε όλα τα άλλα ισχύει ο κανόνας ότι άλλος κερνά και άλλος πληρώνει. Κερνούν οι τοπικοί άρχοντες και πληρώνει η «κυβέρνηση των Αθηνών». Αν ή άθλια δεν πληρώσει τα κεράσματα συγκεντρώνει τις ύβρεις και τα φάσκελα όλων των δυσαρεστημένων που δεν κεράστηκαν όσο θα ήθελαν.
Σε όλη την πολιτισμένη Δύση, η τοπική αυτοδιοίκηση έχει την ευθύνη να εισπράττει η ίδια φόρους και τέλη για την χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της. Η κεντρική κυβέρνηση συνήθως έρχεται κυρίως ως συμπληρωματική αρωγός για να εξασφαλίσει συνθήκες ισότητας σε όλες της περιοχές της επικράτειας που φυσικό είναι να διαφέρουν ως προς την ευρωστία των τοπικών οικονομιών τους και επομένως της φοροδοτικής ικανότητας. Η τοπική αυτοδιοίκηση, επομένως, εκεί έχει την δυνατότητα να ασκήσει δική της υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, που μπορεί να είναι εξισωτική αλλά και αναπτυξιακή, οπωσδήποτε όμως εξισορροπημένη ως προς τη σχέση εσόδων προς έξοδα. Παίζοντας με τους συντελεστές των τοπικών φόρων μπορεί να προσελκύει ή να αποδιώχνει επενδύσεις, για παράδειγμα, όταν διαπιστώνει ότι η ανεργία ανεβαίνει. Το μεγάλο πλεονέκτημα τους συστήματος αυτού είναι ότι ο πολίτης αποκτά συνείδηση του κόστους και οφέλους των δημοτικών δραστηριοτήτων και εύλογα πλέον μπορεί να διερωτηθεί «που πάνε τα ευρώ του που πληρώνει για τοπικό φόρο». Το μήνυμα που παίρνουν οι τοπικοί άρχοντες είναι πλέον ξεκάθαρο: Κάντε σοφές και μελετημένες επιλογές και ύστερα διαχειριστείτε το ταμείο με πλήρη ευθύνη. Μια σημαντική έμμεση επίπτωση ενός τέτοιου συστήματος θα είναι, να γίνεται μια αυτόματη επιλογή των υποψηφίων να αναμιχθούν στην τοπική πολιτική, παροτρύνοντας των πιο ικανούς και υπευθύνους και αποτρέποντας του τυχοδιώκτες και λαϊκιστές. Είναι φανερό, ότι το δικό μας τοπικό «δημοσιονομικό σύστημα» απέχει παρασάγγες από το κεκτημένο του ευρωπαϊκού οικονομικού ορθολογισμού.
Το ερώτημα τώρα είναι: Οι πολιτικές παρατάξεις που σε λίγες μέρες μπαίνουν στον στίβο των τοπικών εκλογών, θα τολμήσουν να συμπεριλάβουν στα προγράμματά τους ένα διαρθρωτικό αίτημα πάνω σε τέτοια βάση; Το ερώτημα απευθύνω κυρίως στην Ελιά που διεκδικεί την εκπροσώπηση των εκσυγχρονιστικών και μεταρρυθμιστικών αιτημάτων της εποχής. Γιατί, χωρίς δημοσιονομική αυτάρκεια δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει υπεύθυνη και δημοκρατική (αντί λαϊκιστική) τοπική αυτοδιοίκηση.