Το τέλος του 2ου παγκόσμιου πολέμου συνοδεύθηκε από την συμφωνία των τριών υπερδυνάμεων (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, ΕΣΣΔ) για την ένταξη των εμπόλεμων χωρών στις σφαίρες επιρροής τους.
Χώρες που πολέμησαν μαζί τους και άλλες που ηττήθηκαν εντάχθηκαν στους δύο συνασπισμούς, χωρίς να ερωτηθούν για το μέλλον τους.
Στην περίφημη διάσκεψη της Γιάλτας, η Ελλάδα κατανεμήθηκε (ευτυχώς) αρχικώς στη σφαίρα επιρροής της Μ. Βρετανίας και αμέσως μετά σε αυτή των ΗΠΑ. Πλήρωσε βεβαίως βαρύ το τίμημα της άγνοιας της κατανομής με τα «Δεκεμβριανά», τον εμφύλιο, την δικτατορία και την Κυπριακή τραγωδία, μία ιστορία, που αξίζει να μην την ξεχνάμε.
Με μία κυνική συμφωνία, οι μεγάλες δυνάμεις κράτησαν για τον εαυτό τους, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto) για περιπτώσεις που τα συμφέροντα τους ερχόντουσαν σε σύγκρουση με τους κανόνες διεθνούς δικαίου που οι ίδιες εγγυήθηκαν μέσα από τις διαδικασίες του ΟΗΕ που ίδρυσαν.
Η άδοξη και ταπεινωτική κατάληξη της στρατιωτικής επέμβασης της Μ. Βρετανίας και των συμμάχων της στο Σουέζ το 1956 σηματοδότησε το τέλος του ρόλου της Μ. Βρετανίας ως υπερδύναμης.
Η περίοδος ειρήνης που ακολούθησε, γνωστή ως «Ψυχρός Πόλεμος», βασίσθηκε στην ισορροπία τρόμου των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων και των στρατιωτικών συμφώνων του ΝΑΤΟ και της Βαρσοβίας.
Αυτό βεβαίως δεν απέτρεψε τις περιφερειακές συγκρούσεις και πολεμικές αναμετρήσεις για την διερεύνηση των σφαιρών επιρροής τους σε ολόκληρο τον πλανήτη, με πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά της Λατινικής Αμερικής του Ιράκ, του Αφγανιστάν, της Καμπότζης, του Λάος και του Βιετνάμ.
Η διάλυση της ΕΣΣΔ στις 26.12.1991 σήμανε το τέλος του ψυχρού πολέμου και μετέβαλε τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Το δίλημμα για τις ΗΠΑ (αν υπήρξε) ήταν είτε να μεταβάλουν την πολιτική τους απέναντι στη Ρωσική Ομοσπονδία και να προσπαθήσουν να την ενσωματώσουν στο πολιτικό-οικονομικό σύμπλεγμα της αυτό-αποκαλούμενης «Δύσης», είτε να συνεχίσουν την πολιτική αποδυνάμωσης που άσκησαν ώστε να ελέγξουν την οικονομία και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της.
Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι επικράτησε η δεύτερη επιλογή. Αξίζει να σημειωθεί ότι Η περίοδος των Γκορμπατσώφ και Γιέλτσιν μέχρι την εμφάνιση του Πούτιν έδειξε να δικαιώνει την δεύτερη επιλογή στην οποία και προσχώρησαν
Υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις της «Δύσης» προς την αναδυόμενη Ρωσική Ομοσπονδία για ειρηνική συμβίωση και αμοιβαίο έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου στο πλαίσιο μίας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας σταδιακά ατόνησαν, με την δεύτερη να διαμαρτύρεται και να διατυπώνει «κόκκινες» γραμμές απέναντι στην αυξανόμενη πολιτικο-στρατιωτική πίεση της «Δύσης».
Με την Κίνα να αναδύεται ως η νέα πυρηνική και οικονομική υπερδύναμη και την Ινδία να ανιχνεύει τις δυνατότητες της στο συσχετισμό του 21ου αιώνα, οι ΗΠΑ προχώρησαν στην ανάπτυξη και υλοποίηση μίας στρατηγικής, με δύο εικαζόμενους άξονες, ικανής να διασφαλίσει τον πολιτικό στόχο της συνέχισης του παγκόσμιου ηγετικού ρόλου της, στις νέες συνθήκες.
Ο πρώτος περιέχει την διαμόρφωση μίας στρατιωτικής συμμαχίας στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού, βασισμένη στην συμμετοχή ενός «πρόθυμου» συμμάχου όπως η Μ. Βρετανία με τις επιρροές της στις χώρες της Κοινοπολιτείας, στον επανεξοπλισμό μίας αποενοχοποιημένης Ιαπωνίας και άλλων «υπάκουων» χωρών όπως η Αυστραλία, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα και ενδεχομένως οι χώρες του Κόλπου, η Ινδία κ.λ.π.
Ο δεύτερος άξονας, εκ του αποτελέσματος των εξελίξεων, φαίνεται να περιέχει τέσσερις τουλάχιστον συνιστώσες που σχετίζονται: 1) με την πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, 2) την πολιτική και οικονομική περιθωριοποίηση της Ε.Ε. στο διεθνή ανταγωνισμό εξ αιτίας της δραματικής αύξησης του κόστους απόκτησης πρώτων υλών (ορυκτά καύσιμα κ.λ.π.) και της απώλειας των αγορών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, 3) την ένταξη της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ με στόχο τον έλεγχο της νέας αρκτικής γραμμής ναυσιπλοΐας που συνδέει την Θάλασσα του Barents, στην εξόδου προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, με τις θάλασσες του Bering και Okhorsk στον Ειρηνικό και 4) την οικονομική ενίσχυση των ΗΠΑ, εξ αιτίας της διάθεσης ακριβού υγροποιημένου φυσικού αερίου και εξοπλιστικών συστημάτων ως αποτέλεσμα της δημιουργούμενης έντασης με την Ρωσική Ομοσπονδία.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι τρέχουσες εξελίξεις έχουν τα χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και του συνόλου των χωρών της Ευρωπαϊκής ηπείρου, που περιλαμβάνουν ένα θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία και ένα δεύτερο οικονομικής αναμέτρησης που εξελίσσεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και πέραν αυτής στην Ασιατική ενδοχώρα.
Αυτός ο πόλεμος διεξάγεται με άκρως επιτυχή και αριστοτεχνικό τρόπο από τις ΗΠΑ, ενσωματώνοντας διδάγματα και αρχές από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, τον Σουν-Τζού και τον Κλαούζεβιτς.
Μέσα από ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό, η εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ εφαρμόζει την αρχή του Κλαούζεβιτς ότι «ο πολιτικός σκοπός, ως αρχικό κίνητρο του πολέμου, πρέπει να είναι το μέτρο που θα καθορίσει και τις επιδιώξεις της στρατιωτικής δύναμης και το μέγεθος της προσπάθειας που θα γίνει».
Το σκηνικό του πολέμου στήθηκε συστηματικά και με αριστοτεχνικό τρόπο δημιουργώντας στην ηγεσία της Ουκρανίας την πεποίθηση της στρατιωτικής υποστήριξης της από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ σε περίπτωση έναρξης των διαδικασιών ένταξης της στο ΝΑΤΟ.
Μία πεποίθηση που στηρίχθηκε σε προφορικές υποσχέσεις που άρκεσαν για να σύρουν την Ρωσική Ομοσπονδία στην στρατιωτική εμπλοκή της, παρά τις απειλές, προειδοποιήσεις και τη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία. Προειδοποιήσεις που η Ουκρανική ηγεσία ενθαρρύνθηκε να αξιολογήσει ως μη υλοποιήσιμες επικαλούμενη το διεθνές δίκαιο και το δικαίωμα της να επιλέγει συμμάχους.
Οι εξελίξεις είναι γνωστές. Οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι δεν θα στείλουν ούτε ένα στρατιώτη να πολεμήσει, υλοποιώντας με τρόπο αριστοτεχνικό επιτυγχάνοντας την πρόταση του Σουν-Τζού ότι « Η υπέρτατη τέχνη του πολέμου είναι να υποτάσσεις τον εχθρό χωρίς μάχη».
Όσο για το σύνολο των «δυτικών συμμάχων» και ιδιαιτέρως αυτών της Ε.Ε. εξέφρασαν την συμπαράσταση τους με δέσμες αυτοκτονικών για τις οικονομίες κυρώσεων και αποστολές στρατιωτικού εξοπλισμού.
Με την Ουκρανία να διαλύεται και να καταστρέφεται κυριολεκτικώς, με εκατομμύρια Ουκρανούς να μεταβάλλονται καθημερινώς σε πρόσφυγες, μέσα και έξω από την χώρα τους θα ήταν χρήσιμο αν η πολιτική ηγεσία είχε διδαχθεί κάτι από τον ελληνικό εμφύλιο.
Θα είχαν αντιληφθεί ότι «στις ανθρώπινες σχέσεις, τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ισόπαλοι σε δύναμη και ότι αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του (Θουκ. Ε’. 85-89)».
Και στην περίπτωση τους, δυστυχώς για αυτούς, δεν είναι ισοδύναμοι με τους γείτονες τους, ώστε να επικαλούνται το διεθνές δίκαιο.
Υπάρχει ακόμη το ερώτημα αν οι ποικιλώνυμες πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης είχαν και ποια περιθώρια να διαπραγματευθούν με τον ηγεμόνα τους ώστε αποφύγουν αυτήν την ευρείας έκτασης ήττα που τους επιβλήθηκε με το πρόσχημα των κυρώσεων. Ήττα που περιθωριοποιεί οικονομικά τις χώρες τους και διαμορφώνει όρους απρόβλεπτης κοινωνικής αναταραχής.
Το τελικό ερώτημα όμως για τον ιστορικό του μέλλοντος είναι αν η επιτυχής άσκηση αυτής της στρατηγικής είναι ικανή (και με ποιο τίμημα) να οδηγήσει στην κατάκτηση του πολιτικού στόχου για τον οποίο εφαρμόζεται.