…παραφράζοντας το «την ελευθερία αγαπώ και καταλαβαίνω»
Εδώ και τρεις μήνες ήθελα να πάω να ξαναδώ την «Γη της Επαγγελίας» του τεράστιου Πολωνού σκηνοθέτη Άντζεϊ Βάιντα που παίζεται ακόμη στην Αλκυονίδα. Η ατυχία το έφερε να το κάνω ακριβώς μία μέρα πριν πεθάνει. Ο Βάιντα δεν μου άρεσε απλά, τον Βάιντα τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα ως καλλιτέχνη, αλλά και ως σύμβολο της ελευθερίας.
Κανείς δεν θα μπορούσε, όπως αυτός, να μεταφέρει με τέτοιο συγκλονιστικό τρόπο τη «Γη της Επαγγελίας» του νομπελίστα Βλαντίσλαβ Ρέιμοντ. Έχοντας διαβάσει αυτό το βιβλίο (δυστυχώς αμετάφραστο στα ελληνικά) κατανοώ ακόμη περισσότερο την τεράστια καλλιτεχνική αξία της κινηματογραφικής μεταφοράς του. Γιατί το βιβλίο είναι μια τεράστια απόδοση όχι της μεσσιανικής πλευράς του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, αλλά της επιστημονικής πλευράς. Ο Ρέιμοντ περιγράφει το πώς έγινε η συσσώρευση του κεφαλαίου, ποιος ήταν ο ρόλος της αριστοκρατίας, πώς το κεφάλαιο καταργούσε τις εθνικές και τις φυλετικές διαφορές και πώς στη βάση αυτής της κατάργησης γεννιούνταν νέες και βαθύτερες ταξικές διαφορές, το ρόλο της βίας στην ιστορία, την ανθρώπινη απληστία και προδοσία, αλλά και το ρόλο της ανθρώπινης συνεργασίας και φιλίας. Περιγράφει συνάμα τον άνεμο δημιουργικότητας και ανελευθερίας που απελευθέρωσε η ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Σήμερα που μερικοί ασυλλόγιστα μιλούν για κατάργηση της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά, για κατάργηση δηλαδή του πυρήνα της νεωτερικότητας και της δημοκρατίας, τέτοια λογοτεχνικά έργα παίζουν το ρόλο του «φρουρού της δημοκρατικής συνείδησης». Από αυτό το αριστούργημα ο Βάιντα δημιούργησε ένα άλλο επίσης αριστούργημα της τέχνης της εικόνας, αλλά και της τέχνης του ανθρώπου που αγαπά την ελευθερία.
Στην Ελλάδα του Δανίκα, και όχι μόνο, στην Ελλάδα που είναι η μόνη χώρα που σχεδόν το σύνολο του πολιτικού κόσμου αποφεύγει να μιλήσει για τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, ο οποίος αν και δεν είναι ίδιος με το ναζιστικό, είναι το ίδιο ολοκληρωτισμός, οι ταινίες του Βάιντα αντιμετωπίστηκαν από πολλούς ως αντικομμουνιστικά έργα. Ήσαν. Αλλά γιατί; Γιατί πρωτίστως ήσαν έργα υπέρ της ελευθερίας και ο κομμουνισμός ήταν μεγάλος εχθρός της ελευθερίας.
Ακόμη θυμάμαι την απαξίωση της ταινίας του για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, την ταινία του «Κάτιν». Ο κριτικός του «Ριζοσπάστη» διέκρινε στον Βάιντα ένα «ανιστόρητο, δακρύβρεχτο και επιδερμικό τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να εμφανίσει ως αλήθεια ένα αισχρό ψέμα», αλλά και ο «αντικειμενικός» κριτικός του «Αθηνοράματος» μέμφθηκε το σκηνοθέτη γιατί «δεν καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί από την αποτρόπαια σφαγή, προσφέροντας μια προκατειλημμένη, υποκειμενική ιστορική ματιά». Τι μας λες, ρε μεγάλε; Αλήθεια, ο Καζάν πόσο υποκειμενικός και μη προκατειλημμένος ήταν στην παρουσίαση της σφαγής των Αρμενίων και τους διωγμούς των Ελλήνων στο αριστούργημά του «Αμέρικα, Αμέρικα»; Ο Βάιντα και ο Καζάν ήσαν τόσο υποκειμενικοί και τόσο προκατειλημμένοι όσο η αγάπη τους για τον ελεύθερο άνθρωπο επιτρέπει. Και οι «κριτικοί» τους ήσαν τόσο υποκειμενικοί και τόσο προκατειλημμένοι, όσο η τυφλότητά τους έναντι της ελευθερίας τούς επιτρέπει.
Προσοχή, αυτά δεν σημαίνουν πως σήμερα, εδώ, απειλούμαστε από τον Στάλιν, όπως κάποιοι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε. Απειλούμεθα από όλους όσοι στο όνομα μιας δήθεν Μεγάλης Ιδέας, λέγε με ριζοσπαστική Αριστερά, λέγε με σοσιαλδημοκρατία, λέγε με ορθολογισμό και φιλελευθερισμό, γράφουν και σκέφτονται σαν κακέκτυπα του Στάλιν. Απειλούμεθα από τα «ριζοσπαστικά», τα «κεντροαριστερά» και τα «φιλελεύθερα» κακέκτυπα του Στάλιν και όχι από τον κομμουνισμό που καταδίκαζε ο Βάιντα.
Για να γυρίσω στον Βάιντα, η τελευταία ταινία του με τίτλο «Βαλέσα, η δύναμη της ελπίδας» (2013) συνοδευόταν από ροκ τραγούδια της περιόδου του μεγάλου αγώνα υπέρ της ελευθερίας που έδωσε η Αλληλεγγύη. Ένα από αυτά, με το οποίο αρχίζει και ολοκληρώνεται η ταινία, περιέχει το στίχο «την ελευθερία αγαπώ και καταλαβαίνω». Εδώ συμπυκνώνεται το νόημα της διαρκούς αναζήτησης του κοσμικού δισκοπότηρου της ελευθερίας και της ισότητας, η κατοχή του οποίου μετατρέπει τους ανθρώπους σε ελεύθερα άτομα και τα ελεύθερα άτομα σε κοινωνίες ίσων ευκαιριών και αποτελεσμάτων.
Το έργο του Βάιντα είναι ένα πολύτιμο κλειδί για να εισέλθουμε στο σπίτι της αγάπης προς την ελευθερία, την ισότητα και την αστική δημοκρατία, τη μόνη μέχρι σήμερα υπαρκτή δημοκρατία.
Παραφράζοντας το «την ελευθερία αγαπώ και καταλαβαίνω» σιγοτραγουδώ θλιμμένος: «Τον Βάιντα τον αγαπώ και καταλαβαίνω».
Στο καλό, στο δρόμο για την Υψηλή Τέχνη, μεγάλε Βάιντα.