Η χθεσινή απόρριψη του «ανθρωπιστικού πακέτου» από τον κ. Κοστέλο, εκπρόσωπο της Κομισιόν –μην ξεχνιόμαστε: τον πιο ευμενή για την Ελλάδα από τους θεσμούς της πρώην τρόικας- είναι μια εξέλιξη με μείζονα σημασία. Μεγαλύτερη, θα τολμούσα να πω, από την επερχόμενη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τη Γερμανίδα Καγκελάριο, μια συνάντηση που πλέον είναι βέβαιο ότι απλώς θα σφραγίσει το «πνεύμα Κοστέλο»: τέλος οι υπεκφυγές και τα βαφτίσια.
Η κυβέρνηση στις 20 Φεβρουαρίου συνήψε μια –ενδιάμεση- συμφωνία. Προσπάθησε να αλλάξει τα δεδομένα και εν μέρει τα άλλαξε ή τουλάχιστον τα μετακίνησε. Από εκεί και πέρα όμως πρέπει να δώσει δείγματα γραφής, δηλαδή συμμόρφωσης με τα συμφωνηθέντα. Μη δημοσιονομικές συνέπειες σημαίνει όχι επιπλέον κόστη, άμεσα ή έμμεσα, ασχέτως περιεχομένου μέτρων, και μη μονομερείς ενέργειες σημαίνει συνεννόηση για κάθε μέτρο με τους εταίρους –και, θα πρόσθετα, όχι α-λα-καρτ χρήση της Βουλής για ψήφιση μόνων εκείνων των μέτρων που επιθυμεί η κυβέρνηση. Με το ξεπέρασμα της αναγνωριστικής φάσης των διαπραγματεύσεων, περιθώρια για παιχνίδια με τις λέξεις και τις έννοιες δεν υπάρχουν –ιδίως με ρευστότητα σε επίπεδα σχεδόν ασφυξίας.
Το γεγονός ότι η Κομισιόν, δια του κ. Κοστέλο, επέλεξε να απομυθοποιήσει την έννοια του «ανθρωπιστικού πακέτου», βάζοντας τα σχετικά μέτρα στην ίδια κατηγορία με όλα τα άλλα, είναι συγχρόνως σκληρό αλλά και αναμενόμενο. Σκληρό γιατί πράγματι υπάρχει κοινωνικό πρόβλημα στην Ελλάδα και ανάγκη να βελτιωθεί, έστω και οριακά, η κατάσταση αυτών που υποφέρουν περισσότερο ή κινδυνεύουν να βγουν οριστικά εκτός παιχνιδιού. Κι αναμενόμενο, γιατί ένας συνδυασμός ατυχών χειρισμών, δηλώσεων και δειγμάτων γραφής έχουν μειώσει το ελληνικό κεφάλαιο αξιοπιστίας και «σπρώχνουν» τους εταίρους να μας πατήσουν εκεί που μας πονάει Στο χέρι μας να το αντιστρέψουμε. Αυτό δεν θα γίνει με σκιαμαχίες και εντυπωσιοθηρία, αλλά μόνο με δικές μας πρωτοβουλίες και πρόοδο στα μέτωπα της ουσίας.