Στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή ο τίτλος ήταν “τι λέει για σήμερα το ζώδιο του Γιάνη Βαρουφάκη”. Οι Κριοί θα έπρεπε να προσέξουν να μην τραβήξουν τα πράγματα στα άκρα και αυτή ήταν η φιλική συμβουλή της αστρολόγου προς τον υπουργό Οικονομικών. Στη συνέχεια η συζήτηση προχώρησε στα βαθιά και ο τίτλος άλλαξε: “Εχει ζέστη. Συμφωνία;”. Το πάνελ συμφώνησε ότι ζούμε έναν καύσωνα και αναρωτήθηκε αν οι υψηλές θερμοκρασίες στη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές θα συνεχιστούν για αρκετές μέρες “γιατί δεν αντέχουμε” όπως ακούστηκε μέσα σε αναστεναγμούς κούρασης.
Πώς να αμφισβητήσει κανείς τον Σαίξπηρ σε ο,τιδήποτε, πόσο μάλλον στην άποψή του ότι από το σοβαρό στο γελοίο η απόσταση είναι μικρή, αλλά από το γελοίο στο σοβαρό η απόσταση είναι τεράστια.
Κάπως έτσι είναι το συλλογικό μας βίωμα. Χανόμαστε στην ανοησία του κυρίαρχου λόγου και τελικά δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε τι μας έχει συμβεί, γιατί πάμε από το κακό στο χειρότερο, ενώ όλα όσα περάσαμε υποτίθεται πως έγιναν για το καλό μας. Ακόμη περισσότερο δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε ότι μετά από πέντε πολύ σκληρά χρόνια λιτότητας, το ελληνικό χρέος έχει αυξηθεί, η έξοδος στις αγορές δεν είναι ορατή και οι σχέσεις με τους πιστωτές μας βρίσκονται στο ναδίρ.
Ακούμε φωνές που μας μπερδεύουν: Ενας λέει ότι για όλα φταίνε οι έξω που θέλουν να τιμωρήσουν την “πρώτη φορά Αριστερά”, άλλος επιμένει ότι το λάθος είναι δικό μας και δεν γίνεται να επιδοτούν οι Γερμανοί τις πρόωρες συντάξεις μας. Και οι δύο φωνάζουν αλλά κανείς δεν λέει ότι ακόμη και αν εφαρμοζόταν η πρόταση των πιστωτών χωρίς καμία αλλαγή είναι αμφίβολο αν θα απέδιδε. Επίσης ότι η δική μας πλευρά ποτέ δεν είχε καμία ολοκληρωμένη πρόταση με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό στα εισαγόμενα μνημόνια.
Προφανώς και το πρόβλημα του ασφαλιστικού, λόγω δημογραφικού αδιεξόδου, ανεργίας και μαζικής αδυναμίας καταβολής εισφορών, δεν θα λυνόταν ακόμη και αν κόβονταν τελείως όλες οι επικουρικές συντάξεις. Προφανώς και η υπερφορολόγηση δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα φέρει αύξηση εσόδων, αφού ο πέλεκυς θα πέσει βαρύς και πάλι πάνω στα κεφάλια των ίδιων που έχουν ήδη εξουθενωθεί οικονομικά.
Η υποβολή των φορολογικών δηλώσεων φαίνεται πως παίρνει παράταση μέχρι τέλος Ιουλίου γιατί μόνο ένας στους δέκα έχει προχωρήσει μέχρι τώρα. Ψάξε βρες αν πρόκειται για κούραση, σύγχυση, ανευθυνότητα, άγνοια, χαλάρωση, άρνηση ή όλα αυτά μαζί. Οπωσδήποτε είναι ένα από τα συμπτώματα παραίτησης που καθορίζουν σήμερα τη στάση της ελληνικής κοινωνίας που δυσκολεύεται να πιστέψει ότι μπορεί να έρχεται ένα κακό τέλος στην ιστορία της ελληνικής κρίσης αλλά και δεν αντέχει να ζήσει την επανάληψη της “θεραπείας”: Νέα μέτρα λιτότητας, περισσότεροι φόροι, κανένα αναπτυξιακό σχέδιο, καμία προσπάθεια για τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, ούτε λύση για το χρέος – τα ίδια και τα ίδια, με όλο και χειρότερους όρους, με όλο και μικρότερες αντοχές.
Ο πρόεδρος του ευρωκοινοβουλίου Μ. Σουλτς, σε συνέντευξή του στη γερμανική τηλεόραση, μας θύμισε κάτι σημαντικό: «Οι πιο πλούσιοι Έλληνες έβγαλαν 120 δισεκατομμύρια στο εξωτερικό εν μέσω κρίσης, μεταξύ άλλων και σε ελβετικές τράπεζες, αλλά πρέπει να πούμε και ότι κι εμείς στην Ευρώπη δεν είμαστε σε θέση να εφαρμόσουμε ένα ευρωπαϊκό σύστημα ελάχιστης φορολόγησης, γιατί θέτουν βέτο τα κράτη-μέλη. Για αυτό δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση που οι πλούσιοι βγάζουν τα λεφτά τους έξω και οι μικροί πληρώνουν. Και η συμπάθειά μου ανήκει στον ελληνικό λαό που πληρώνει τον λογαριασμό».
Εχουμε τη συμπάθειά του. Δεν έχουμε την πολιτική του βούληση, τη δική του και των άλλων πρωταγωνιστών στο ευρωπαϊκό παιχνίδι, να αποφασίσουν ότι αρκετά με τους “κάτω”, στο εξής πρέπει να αναζητούνται πόροι μόνο από τους “πάνω”. Οτι φταίνε οι ελληνικές κυβερνήσεις που δεν μπορούν και δεν θέλουν κοκ σωστό είναι αλλά όχι πλήρες. Η ευρωπαϊκή ηγεσία δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα για τους φορολογικούς παραδείσους, ενώ η επίσημη εκτίμηση της Κομισιόν είναι ότι το ετήσιο κόστος της φοροδιαφυγής στην ΕΕ ξεπερνά το 1 τρις ευρώ. Φτιάχνουν μαύρες λίστες με τις κρυψώνες, επεξεργάζονται διάφορα μέτρα, διατρανώνουν την αποφασιστικότητά τους, Luxleaks μετά τα Swissleaks, και η ζωή συνεχίζεται. Γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, όπως πρόσφατα μας θύμισε ο Τ. Πικετί, υποδέχονται με χαρά ελληνικές καταθέσεις και φυσικά δεν προβλέπεται κανενός είδους συνεργασία με τις ελληνικές αρχές μήπως και μεταφέρθηκαν εκεί αδήλωτα εισοδήματα. Ασε που υπάρχει πάντα το πάθημα του Ολάντ για να χρησιμοποιείται ως φόβητρο. Πήγε να βάλει μεγάλο φόρο στους πλούσιους Γάλλους και αναγκάστηκε όχι μόνο να υποχωρήσει αλλά να κάνει και ασκήσεις μετάνοιας. Στην περίπτωσή μας τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα, γιατί οι πλούσιοι Ελληνες δεν “φαίνονται”, οπότε πρέπει πρώτα να εντοπιστούν και στη συνέχεια να ελεγχθούν, αφού αλλάξει μια νομοθεσία φτιαγμένη στα μέτρα τους.
Ο,τι και αν λέει αύριο το ζώδιο του Μ. Σουλτς, αυτός θα μας συμπονά που “πληρώνουν οι μικροί” αλλά ο οίκτος δεν έχει σχέση ούτε με την οικονομία ούτε με την πολιτική – ίσως θα μπορούσε να ενδιαφέρει την πρωινή εκπομπή με έναν ιντριγκαδόρικο τίτλο όπως “ο πονόψυχος Γερμανός και τα γέλια των Ελλήνων μεγιστάνων”.