Το ζητούμενο, το πρόταγμα της νέας χρονιάς και των επόμενων χρόνων, δεν μπορεί να είναι άλλο από μια νέα Ελλάδα, ανασυγκροτημένη εκ βάθρων, μακριά από τις παθογένειες του παρελθόντος που μας οδήγησαν στη δραματική κατάσταση που βιώνουμε ως κοινωνία και ως ελληνικό κράτος τα τελευταία τέσσερα χρόνια!
Η ανορθολογική και στρεβλή ανάπτυξη σε σαθρές βάσεις με δανεικά, ο άμετρος κρατισμός και κρατικοδίαιτος καπιταλισμός, ο κομματισμός και το ρουσφετολογικό πολιτικό σύστημα, η διόγκωση της διαφθοράς σε όλες τις διοικητικές και κρατικές δομές, ο κομματισμός και ο στρεβλός συνδικαλισμός και εργατοπατερισμός, είναι από τις κύριες αιτίες της συσσώρευσης προβλημάτων, που στο τέλος οδήγησαν και στην οικονομική κατάρρευση του ελληνικού κράτους. Όμως το επιβεβλημένο εγχείρημα, έχει τώρα πλέον πολύ μεγάλες επιπλέον δυσκολίες να αντιμετωπίσει. Την φτωχοποίηση ενός πολύ μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού, την ανατροπή της ταξικής σύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, την ρευστοποίηση της κοινωνικής συνοχής, την αποδιάρθρωση του ελληνικού παραγωγικού ιστού και μια προϊούσα χαοτική κατάσταση στο πολιτικό σύστημα.
To έργο της ανασυγκρότησης του ελληνικού κράτους και της ανάταξης του επιπέδου διαβίωσης της ελληνικού λαού, αποτελεί ένα τιτάνιο έργο, ισοδύναμο κατά αναλογία με τις περιόδους μετά την μικρασιατική καταστροφή και τον εμφύλιο πόλεμο. Είναι προσπάθεια που ακόμη και αν όλα πάνε καλά (πράγμα, με τα σημερινά δεδομένα, εξαιρετικά δύσκολο), θα έχει ορίζοντα δεκαετίας.
Ακόμη και αν το θέλουν τα σημερινά κόμματα που απαρτίζουν το πολιτικό σύστημα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό το μεγάλο έργο. Είναι αδύναμα, εξουθενωμένα, ηθικά απαξιωμένα και ακόμη και αυτά που εμφανίζονται ως νέα, είναι βουτηγμένα μέσα στα παλιόνερα της μπουγάδας της παλιάς κομματοκρατίας και αλυσοδεμένα με τα δεσμά ενός χυδαίου, μερικές φορές, λαϊκισμού.
Κανείς δεν λέει όλη την αλήθεια, την ωμή αλήθεια, κανένας δεν εργάζεται για να συγκροτήσει ένα συνασπισμό δυνάμεων, πολιτικό και κοινωνικό, γύρω από ένα σοβαρό πρόγραμμα και σχέδιο πραγματικής ανασυγκρότησης, που βήμα – βήμα θα προσπαθήσει να χτίσει όλα αυτά που γκρεμίστηκαν, όχι με τα παλιά υλικά, παρμένα από τα ερείπια της καταστροφής, αλλά με νέα, καινούργια και σε νέες, στέρεες βάσεις.
Η πορεία αυτή δεν θα είναι κοινωνικά ουδέτερη, χωρίς πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο και συνεπώς είναι εξαιρετικής σημασίας ποιες πολιτικές δυνάμεις θα κατορθώσουν κάποια στιγμή να συγκροτηθούν σε πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα, το οποίο και θα διεκδικήσει να διαχειριστεί αυτή τη διαδρομή.
Αυτή τη στιγμή, δεν υφίσταται δυστυχώς μια αξιόπιστη κεντροαριστερή δημοκρατική πολιτική πρόταση, ούτε και ένα συνολικό πολιτικό και προγραμματικό σχέδιο. Υπάρχει και εφαρμόζεται εδώ και τέσσερα χρόνια, «διατί να το κρύψομεν άλλωστε», μια νεοφιλελεύθερη συνταγή επιβεβλημένη από τις ισχυρές συντηρητικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Και με βάση αυτή τη συνταγή πορεύεται η χώρα, σε μια πορεία «που το φάρμακο κινδυνεύει να σκοτώσει τον ασθενή», όπως έλεγε κάποτε και ο σημερινός Πρωθυπουργός, κ. Σαμαράς!
Εν τω μεταξύ, η συζήτηση περί κεντροαριστεράς καλά κρατεί και καλά κάνει και κρατεί, αυτό είναι καλό, όμως η υπόθεση αυτή πρέπει να προχωρήσει, γιατί έχει πολύ και δύσκολο δρόμο για να διανύσει και δεν έχει το χρόνο με το μέρος της. Όμως, για να γίνει αυτό, έχει δύο μεγάλες δυσκολίες να υπερβεί: Τις προσωπικές μεμψιμοιρίες και στρατηγικές, τα μίση, τους ανταγωνισμούς και διαγκωνισμούς – και δεύτερο, ίσως και σημαντικότερο, την αποκατάσταση της πλήρους επαφής με την πραγματικότητα, με τη σημερινή πραγματικότητα… από τη σκοπιά και με τη ματιά του μέσου Έλληνα πολίτη.