Άναψε και κόρωσε
ο Αλ. Τσίπρας τις προάλλες στη Βουλή, με
αφορμή την ομιλία Μητσοτάκη στο Ζάππειο
για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας
στην τότε ΕΟΚ. Μόνο που αυτό συνέβη για
τους λάθους λόγους, καθώς οι αναφορές
της σχετικής επίθεσής του που, κυρίως,
προσπαθούσαν να δικαιώσουν το παρελθόν
του θύμιζαν το δημώδες «εκεί που μας
χρωστούσανε θα μας πάρούν και το βόδι».
Υπάρχουν, όμως,
ουσιαστικοί και σοβαροί λόγοι για τους
οποίους μπορεί να ασκηθεί κριτική στη
συγκεκριμένη ομιλία. Πράγματι, ενώ
συνήθως οι ομιλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη
είναι προσεγμένες και επιτυχείς όσον
αφορά τα μηνύματα που θέλει να εκπέμψει,
η συγκεκριμένη προκάλεσε σε αρκετούς
-που δεν είναι αρνητικά προδιατεθειμένοι-
αρνητική έκπληξη.
Είθισται οι
ομιλίες σε τέτοιου είδους επετείους να
μη γίνονται για εσωτερική κατανάλωση.
Να ασχολούνται κυρίως με τη «μακρά
διάρκεια». Επιπλέον η συγκυρία της
σύμπτωσης των 40 χρόνων από την ένταξη
στην ΕΟΚ με τον εορτασμό των 200 χρόνων
από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης
ήταν πραγματική μοναδική. Προσέφερε το
εύφορο έδαφος για μια ομιλία που θα
αναφερόταν στη μακρόχρονη, πολύπλευρη
και αμφίδρομη σχέση και σύνδεση της
Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Δύση.
Αν επέλεγε να
κάνει μια τέτοιου τύπου ομιλία θα
μπορούσε να αναφερθεί σε ένα -αλλά μόνο
σε ένα- όνομα, αυτό του Κωνσταντίνου
Καραμανλή, ως εκείνου που συνέλαβε
πολιτικά από την προδικτατορική περίοδο
τη στρατηγική της ευρωπαϊκής
πρόσδεσης/ένταξης της χώρας στο ευρωπαϊκό
γίγνεσθαι την οποία και ολοκλήρωσε
μεταπολιτευτικά. Και όσον αφορά τη
συνέχεια να αναφερθεί στην «κεντρομόλο
δύναμη» του ευρωπαϊκού εγχειρήματος η
οποία ανάγκασε όσους αρχικά αρνούνταν
την ένταξη να ακολουθήσουν μετέπειτα
την ευρωπαϊκή στρατηγική αλλά και -πιο
πρόσφατα- όσους οδήγησαν τη χώρα στο
χείλος του γκρεμού να υποκύψουν τελικά
σε αυτήν ακριβώς τη δύναμη της Ευρώπης.
Σε μια επετειακή ομιλία αρκούσαν αυτές
και μόνο οι εσωτερικές πινελιές.
Ο Κ. Μητσοτάκης,
όμως, δεν επέλεξε αυτό το στυλ ομιλίας
αλλά ένα άλλο -ας το πούμε- μικτό το οποίο
περιλάμβανε αναφορές στην ιστορία της
σχέσης Ελλάδας-Ευρώπης αλλά ταυτόχρονα
περιείχε υπερβολικές δόσεις εσωτερικής
κατανάλωσης μέσω αναφορών αλλά και μέσω
παραλείψεων. Κι έτσι ήρθαν τα προβλήματα
που σηκώνουν κριτική.
Το πρώτο φάουλ
ήταν πως δεν αρκέσθηκε στην αναφορά του
ονόματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Πρόσθεσε και αυτό του Κώστα Μητσοτάκη
ως υπογράψαντος τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Τα υπόλοιπα κομβικά σημεία της 40χρονης
ευρωπαϊκής μας πορείας έμειναν… ανώνυμα.
Αφενός η προσθήκη και αφετέρου οι
παραλείψεις διαμόρφωσαν την εντύπωση
μιας παραταξιακής ομιλίας. Γιατί αν
αρχίζεις τις ονομαστικές αναφορές δεν
μπορείς να παραλείπεις τα ονόματα του
Ηλιού και του Κύρκου που συμφώνησαν
αφετηριακά το 80 με τη στρατηγική της
ένταξης, του Ανδρέα Παπανδρέου που η
ευρωπαϊκή ελκτική δύναμη τον έφερε όταν
ανέλαβε την εξουσία στο ευρωπαϊκό
στρατόπεδο και επιπλέον τον οδήγησε να
πρωταγωνιστήσει στην καθιέρωση των
πoλιτικών συνοχής με τα
ΜΟΠ και προφανώς, βέβαια, του Κώστα
Σημίτη επί των ημερών του οποίου έγινε
το δεύτερο -μετά την ένταξη- αποφασιστικό
βήμα για την ευρωπαϊκή αγκύρωση της
χώρας με την ένταξη στην Ο.Ν.Ε. αλλά και
η είσοδος της Κύπρου στην Ε.Ε..
Το δεύτερο φάουλ
ήταν η εκτενής αναφορά του στο θλιβερό
2015. Όχι επειδή έπρεπε να το αποσιωπήσει
-όπως προφανώς θα ήθελε ο «αγανακτισμένος»
Τσίπρας- αλλά επειδή οι σχετικές
διατυπώσεις σε μια επετειακή ομιλία θα
μπορούσαν να είναι λιγότερο μετωπικές
και, κυρίως, παράλληλα με το ρόλο των
εγχώριων «προοδευτικών δυνάμεων» να
αναδεικνύουν και την ευρωπαϊκή «κεντρομόλο
δύναμη» που οδήγησε, ευτυχώς, στην
ενσωμάτωση τελικά της τότε κυβέρνησης
στο ευρωπαϊκό παίγνιο.
Συμπερασματικά,
αν ο Κ. Μητσοτάκης ήθελε να εμπεδώσει
με αυτήν του την ομιλία την πολιτική
του ηγεμονία και, ιδίως, την κυριαρχία
του στον «ενδιάμεσο/κεντρώο χώρο» μάλλον
λάθεψε. Αν ήθελε να πείσει τους ήδη
πεισμένους της δικής του παράταξης έχει
καλώς. Αλλά αυτό, προφανώς, δεν του αρκεί.