Πάνε μέρες που αποχαιρετήσαμε τον Ηρώδη Μπακογιάννη. Η συγκίνηση που νοιώσαμε οι φίλοι του, δεν μας άφησε, τις πρώτες ώρες, να μιλήσουμε δημόσια. Άσε που δεν ήταν και εύκολο να το πιστέψουμε. Γιατί πώς να αποδεχθείς την απουσία ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου; Όταν μάλιστα είναι και στενός φίλος σου;
Ο Ηρώδης Μπακογιάννης υπήρξε μεταπολιτευτικά ο εκδότης, στην ελληνική του εκδοχή, του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Μάλιστα, λόγω αυτής της ιδιότητας, ανήκει στους ελάχιστους που διώχτηκαν για τις ιδέες τους, την περίοδο της δημοκρατίας.
Ήταν, στα τέλη του 1977, όταν μία λούμπεν τότε μεταδικτατορική δικαιοσύνη – «πολάκεια» θα την λέγαμε σήμερα – βουτηγμένη ακόμη στο ήθος και στην παράνοια της δικτατορίας, προφυλάκισε πέντε εκδότες περιοδικών και έναν τραγουδοποιό, τον Νικόλα Άσιμο. Με ποια κατηγορία; Ως «ηθικούς αυτουργούς», σε διαδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα!
Και η «απάντηση» του Ηρώδη Μπακογιάννη στην τυφλή – μέχρι διαστροφής – αυτή ενέργεια της δικαιοσύνης, τον αναδεικνύει σε υπόδειγμα δημοκρατικής σκέψης και ήθους.
Διότι, παρά την παρανοϊκή αυτή ενέργεια της δικαιοσύνης, ο Ηρώδης, όχι μόνον δεν προσχώρησε στο τέρας τους μίσους κατά της δημοκρατίας – στο οποίο, αντίθετα, βρήκαν την ταυτότητά τους και τον εαυτό τους πολλοί παλιοί «σύντροφοι» – αλλά με την στάση του, μας οδήγησε στον αντίποδα: Μας θύμισε το «περί του μη μνησικακείν» ψήφισμα των Αθηναίων, με το οποίο εγκαθιδρύθηκε η λήθη στην πόλη της Αθήνας. (Για την σημασία του, βλ. εισαγωγή του Vidal-Naquet, στο «Η ελληνική ιδιαιτερότητα» του Καστοριάδη).
Η ίδια στάση συνεχίστηκε και την περίοδο της κρίσης. Όταν η αντιμνημονιακή παράνοια έδωσε πρόφαση «αντίστασης» σε κάθε ελλειμματικό ή διαταραγμένο, ώστε να στραφεί εναντίον της δημοκρατίας.
Όταν λοιπόν το φαιοκόκκινο μέτωπο, υλοποιώντας το μίσος του κατά της δημοκρατίας, καλούσε στο αντιδημοκρατικό κίνημα εμπρησμού της Βουλής («να καεί – να καεί το μπουρ…λο η Βουλή»), τότε ο Ηρώδης στάθηκε και πάλι απέναντι στους δολιοφθορείς εκείνους της δημοκρατίας.
Διδάσκοντας έτσι και πάλι με την στάση του, ότι η εκδοχή πως ο εχθρός ήταν η δημοκρατία, όπως επέμενε να μας πείσει η συμμαχία των «αγανακτισμένων» της πάνω και κάτω πλατείας Συντάγματος, από τους οποίους μάλιστα προέκυψαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ήταν η είσοδος στο φρενοκομείο.
Και είχε δίκιο, γιατί το μίσος κατά της δημοκρατίας, ως μίσος κατά του πολιτισμού, δεν ελέγχεται. Αντίθετα, όταν «νομιμοποιείται» από ένα ολόκληρο ρεύμα της αριστεράς, προσφέρεται ως αποδεκτή στάση σε κάθε εχθρό της δημοκρατίας, χωρίς διάκριση. Διότι ουδείς μπορεί να ορίσει ποιοι δικαιούνται και ποιοι όχι, να βυσσοδομούν εναντίον της δημοκρατίας.
Και το βλέπουμε σήμερα, όπου η κραυγή μίσους κατά της δημοκρατίας «να καεί – να καεί το μπουρ…λο η Βουλή», που εκπορεύτηκε και νομιμοποιήθηκε από την αριστερά, μεταλλάχτηκε στο «η δημοκρατία πουλάει την Μακεδονία», της ακροδεξιάς.
Σ’ αυτήν ακριβώς την πλημμυρίδα του αντιδημοκρατικού ανορθολογισμού, σε όλες τις παραλλαγές της, στάθηκε αντίπαλος ο Ηρώδης Μπακογιάννης, εκδηλώνοντας σταθερά μία σπάνια έλλογη ηθική.
Και δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά. Διότι, αυτός ήταν ο Ηρώδης Μπακογιάννης. Ένας αμετανόητος εραστής της «ποίησης» και του πολιτισμού της δημοκρατίας.