Το ξεχασμένο δημοσιονομικό πρόβλημα

Νίκος Χριστοδουλάκης 28 Μαϊ 2022

Ο φετινός Μάιος αποδεικνύεται ένας καλός μήνας για την ελληνική πολιτική ζωή, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Στον διεθνή χώρο, η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, οι συναντήσεις με τον Αμερικανό πρόεδρο και – πάνω από όλα – η πανηγυρική ομιλία του στην κοινή συνεδρίαση Γερουσίας και Βουλής αναβάθμισαν την εικόνα της χώρας και διαμόρφωσαν προϋποθέσεις για μια καλύτερη προώθηση και υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων.

Το τι τελικά θα επιτευχθεί εξαρτάται βεβαίως από τις ενέργειες που θα ακολουθήσουν, την ετοιμότητα της χώρας να αντιδρά έγκαιρα και αποφασιστικά στις συνεχείς προκλήσεις και απειλές, και φυσικά από την ικανότητα της να θέτει υπό έλεγχο την έπαρση που συχνά ελλοχεύει στην συγκυρία των διεθνών σχέσεων και οδηγεί στην υποτίμηση της συστηματικής επεξεργασίας θέσεων και στρατηγικής. Ίδωμεν.

Στο εσωτερικό της χώρας, ολοκληρώνονται τρία συνέδρια για τα τρία μεγαλύτερα ελληνικά κόμματα αντιστοίχως, με πολυπληθή συμμετοχή, ευρύ διάλογο και εκλογή των κομματικών οργάνων που προβλέπεται στο καθένα. Όσο επιφυλακτικός και να είναι κάποιος απέναντι στην οργανωμένη επευφημία των αρχηγών και την ξύλινη γλώσσα που ακόμα επιβιώνει σε πολλές κομματικές αναλύσεις, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί την μεγαλύτερη διαφάνεια που έχει επικρατήσει στις επιλογές των μηχανισμών και την μεγαλύτερη έκθεση των απόψεων στην κριτική της κοινωνίας και των πολιτών.

Η φετινή σύμπτωση των συνεδρίων τον Μάϊο μοιάζει με την ετήσια διαδικασία που κάνουν κάθε Σεπτέμβριο τα αγγλικά κόμματα και δίνουν έτσι το στίγμα τους για τους πολιτικούς αγώνες που θα επακολουθήσουν. Θα μπορούσε κάτι ανάλογο να επικρατήσει και εδώ, με συνέδρια σε κοντινές ημερομηνίες αν και ίσως σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα διετίας ή τριετίας. Μένει να δούμε πώς αυτή η διαδικασία θα εξελιχθεί στο μέλλον για να συντελέσει σε μια ουσιαστική αναβάθμιση (και οργανωμένη αντιπαράθεση) της εγχώριας πολιτικής ζωής γύρω από τα κρίσιμα θέματα της χώρας.

Όμως, παρά και τις δύο αναμφίβολα θετικές εξελίξεις, μερικά καίρια ζητήματα παραμένουν ακόμα στην σφαίρα της σιωπής και της αμφίβολης έκβασης, με πιο σημαντικό την δημοσιονομική πορεία και βιωσιμότητα της χώρας. Στις αρχές της εβδομάδας, ο αρμόδιος κοινοτικός Επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι δήλωσε απερίφραστα ότι «… η Ελλάδα και όλα τα κράτη-μέλη με υψηλό χρέος θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά στη μείωση του επιπέδου του χρέους και στον περιορισμό των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών», και ανακοίνωσε ότι την επόμενη εβδομάδα η Επιτροπή θα παρουσιάσει τις οικονομικές συστάσεις της προς τα κράτη-μέλη, λαμβάνοντας υπόψη για την Ελλάδα την συμμόρφωση της με τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ.

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να συμπεράνει κανείς δύο κατευθυντήριες οδηγίες που κρύβονται στις παραπάνω διατυπώσεις:

Πρώτον, ότι καμμία δημοσιονομική προσαρμογή δεν πρέπει τώρα να γίνει με αύξηση της φορολογίας, ούτε άμεσης, ούτε έμμεσης. Διότι η μεν άμεση θα ροκανίσει περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα και την συνολική ζήτηση σε μια περίοδο που το ίδιο κάνει και ο πληθωρισμός, με κίνδυνο ένα νέο σπιράλ λιτότητας και ύφεσης. Επίσης απαγορευμένη είναι η αύξηση των έμμεσων φόρων γιατί πάλι θα θεριέψει ο πληθωρισμός και κανονικά θα έπρεπε να μειώνονται για να τον κρατούν – όσο γίνεται - υπό έλεγχο.

Άρα οι προσαρμογές πρέπει να γίνουν με χειρουργικές μειώσεις δαπανών, μια τέχνη που η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν κατάφερε μέχρι τώρα να μάθει αλλά εμπέδωσε το ακριβώς αντίθετο πνεύμα με την άκρατη επιχορήγηση πάσης φύσεως δραστηριοτήτων για να ανασχέσει τις συνέπειες της πανδημίας. Πώς κάτι τέτοιο θα υλοποιηθεί λίγους μήνες πριν τις εθνικές εκλογές παραμένει ένα δύσκολο ερώτημα που όλοι αποφεύγουν να θέσουν και να σκεφτούν πώς θα το απαντήσουν.

Δεύτερον, ο Τζεντιλόνι άφησε να φανεί ότι μέτρα στήριξης της οικονομίας ναι μεν δεν πρέπει να βασίζονται πλέον σε εθνικούς πόρους αλλά κάλλιστα θα μπορούν να αναζητηθούν στα μεγάλα πακέτα των Ταμείων Ανάκαμψης. Για αυτό τον λόγο άλλωστε επινοήθηκαν και σήμερα οι Βρυξέλλες αδυνατούν να κατανοήσουν πώς χώρες όπως η Ισπανία και η Πολωνία με μεγάλες ανάγκες χρηματοδότησης αγνοούν την αθρόα διαθεσιμότητα πόρων και φτηνών δανείων.

Και η Ελλάδα όμως δεν φαίνεται να καρπώνεται όσα θα μπορούσε, αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι τώρα οι εκταμιεύσεις είναι μικρές και πολλά έργα που προωθούνται ελάχιστη σχέση έχουν με πραγματικά αναπτυξιακά εργαλεία και πολιτικές. (Κλασσικό παράδειγμα, οι ανακαινίσεις μοναστηριών και εκκλησιών που βρίθουν στο πρόγραμμα «Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας» !!!).

Διαβάστε τη συνέχεια στο news247

πηγή: news247.gr