Η πανδημία δεν μας έδειξε μόνο τη ζοφερή της όψη. Αποκάλυψε και τις σκοτεινές πλευρές της διεθνούς κοινότητας. Ο τρόπος που διαχειρίστηκαν τις επιπτώσεις της κράτη και κυβερνήσεις είναι αναμφίβολα αποκαλυπτικός. Στην πραγματικότητα, συνιστά δείκτη για να αντιληφθούμε τις μεγάλες μεταβολές που σημειώθηκαν στην παγκόσμια σκηνή. Πρωτίστως, μας βοηθά να κατανοήσουμε τον καταλυτικό ρόλο του παράγοντα ηγεσία.
Οι ΗΠΑ του Τραμπ και η Μ. Βρετανία του Τζόνσον, αν και προηγμένες οικονομικά, τεχνολογικά και κοινωνικά χώρες, εμφάνισαν πρωτοφανή προβλήματα. Η άλλοτε λάμψη και η επιβλητικότητά τους εξασθένισαν. Η κυριαρχία τους κλονίστηκε. Η υγειονομική κρίση τις κατέστησε ιδιαίτερα ευάλωτες. Οι ηγέτες τους, σε συνδυασμό με τις πολιτικές που πρεσβεύουν, φάνηκαν ανεπαρκείς. Επέτειναν τα αδιέξοδα.
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη ανέδειξε τον φωτεινό εαυτό της. Παρά τις αμφισημίες και τις αμφιθυμίες της, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε άκρως θετικό παράδειγμα. Το κυριότερο, γίνεται βασικός συντελεστής των διεθνών ανακατατάξεων. Ο ανταγωνισμός που επικράτησε δοκίμασε τις αντοχές της. Η ανθεκτικότητά της, όμως, αποδεικνύεται ισχυρή.
Οι νέες αντιθέσεις που δημιουργούνται επισκιάζουν τη γνωστή διάσταση βορρά-νότου. Οι μαραθώνιες συγκρούσεις και εντάσεις στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πιστοποιούν την ετεροβαρή σχέση των 27 κρατών-μελών. Άλλωστε, το οικοδόμημα της Ευρώπης ήταν πάντα πεδίο σκληρής αναμέτρησης και οξείας πολιτικής αντιπαράθεσης. Στην πολύχρονη διαδρομή του απέδειξε ότι κατά καιρούς ξεπερνά δημιουργικά τις σημαντικές κρίσεις της, συνθέτοντας αντικρουόμενες επιδιώξεις και αντιλήψεις.
Το βέβαιο είναι ότι η σύζευξη πλειάδας χωρών κάτω από την ίδια ομπρέλα δεν ακυρώνει εθνικούς εγωισμούς. Ούτε εξισώνει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Έτσι, εξάλλου, ερμηνεύονται και οι έντονες αναταράξεις που προκλήθηκαν με αφορμή το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι συμβιβασμοί υπήρξαν και παραμένουν η συνεκτική ύλη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Οι αντιφάσεις είναι σύμφυτες. Το ίδιο και οι διαφορετικές ταχύτητες. Στην αναμφισβήτητη αυτή αλήθεια συγκρούονται οι θιασώτες της εμβάθυνσης με εκείνους της διακυβερνητικής συνεργασίας.
Το συγκεκριμένο γεγονός εύλογα καθορίζει και τη φορά των πραγμάτων. Η απόρριψη της αρχικής πρότασης Μέρκελ-Μακρόν το επιβεβαιώνει. Παρ? όλα αυτά οι τελικές αποφάσεις προσδίδουν στην Ένωση ένα νέο, πολυσήμαντο κεκτημένο. Ενισχύουν περαιτέρω την πολιτική της υπόσταση. Ενέχουν τη δυνατότητα μείωσης των ανισοτήτων. Διευρύνουν τις προϋποθέσεις επιτάχυνσης των ενωσιακών λογικών. Η διαρκής διακυβερνητική διαπραγμάτευση δεν εξουδετερώνεται. Ωστόσο, οδηγείται σε ασφυξία, με αποτέλεσμα να κερδίζει έδαφος η ομοσπονδιακή δομή.
Η αναβίωση του γαλλο-γερμανικού άξονα, που συνεχώς έδινε ώθηση στη στόχευση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δεν παύει να είναι τεράστιο άλμα προς τα εμπρός. Ο νέος πολυετής προϋπολογισμός της περιόδου 2021-2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης θεμελιώνουν μια δυναμική στρατηγική, καθιστώντας το εγχείρημα της Ένωσης φωτεινό φάρο στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε.
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια μείζονα πρόκληση και ευκαιρία. Τα 72 δις που απέσπασε τής επιτρέπουν να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα τις εκκρεμότητες του παρελθόντος. Και βεβαίως, να υπηρετήσει με συνέπεια την σύγκλισή της με τις ανεπτυγμένες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. Όπως πολύ σωστά επεσήμανε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, το καθοριστικό ζήτημα δεν είναι η απορρόφηση των κοινοτικών πόρων. Αλλά η ορθή αξιοποίησή τους, προκειμένου να μην σπαταληθούν σε πελατειακές εξυπηρετήσεις ή σε πρόσκαιρες και εφήμερες μικροπολιτικές επιδιώξεις. Και τούτο διότι η πολιτική τάξη στην πλειονότητά της εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά επιρρεπής στις παραπάνω πρακτικές.
Η ένταξή μας στην ΕΟΚ και η συμμετοχή μας στην ΟΝΕ που διασφαλίστηκαν με την καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Κώστα Σημίτη συμπύκνωναν δύο κορυφαίες στρατηγικές επιτυχίες της Ελλάδας.
Το ερώτημα το οποίο σήμερα τίθεται είναι με ποια κινούσα ιδέα η χώρα μας μπορεί ουσιαστικά να ανακάμψει. Η σύγκλισή της με τις προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες καθίσταται καίριος και μετρήσιμος εθνικός στόχος. Όμως, δύσκολος και απαιτητικός, καθώς προϋποθέτει ανόθευτες πολιτικές.
Στο πεδίο αυτό θα κριθεί και θα αξιολογηθεί η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι μεταρρυθμιστικές επαγγελίες ή θα αποκτήσουν πρακτικό αντίκρισμα ή θα ευνουχιστούν από ένα πολυδύναμο παρασιτικό σύστημα, που διαπερνά κόμματα, συνδικαλιστικούς φορείς, αυτοδιοίκηση, επιστημονική κοινότητα, διατηρώντας μάλιστα ισχυρούς θύλακες.
Πηγή: www.capital.gr