Στην εκλεκτή συντροφιά των σκιτσογράφων που επικράτησε στον ημερήσιο Τύπο μετά τη Μεταπολίτευση – τον Γιάννη Ιωάννου, τον Γιάννη Καλαϊτζή, τον Στάθη Σταυρόπουλο, τον Ανδρέα Πετρουλάκη – περιλαμβάνεται αναμφίβολα ο Δημήτρης Χαντζόπουλος. Παρακολουθώ χρόνια τη δουλειά του – αυτό το αφαιρετικό σκίτσο με τα ανθρώπινα περιγράμματα, που δίνει φωνή και άποψη στις σκιές. Το χιούμορ του πάντα αιχμηρό, ενίοτε βιτριολικό, απάνθρωπα ευθύβολο για όποιον δύσμοιρο μπει στο στόχαστρό του και θελήσει ν? αποφύγει τα σκάγια.
Σας ομιλώ μετά λόγου γνώσεως, καθότι υπήρξα κι εγώ ένα από τα αναρίθμητα θύματά του. Εχω γράψει σε ανύποπτο χρόνο ότι ορισμένα σχέδιά του έχουν την πυκνότητα δοκιμίου – κι επιπλέον σκάει το χειλάκι σου, κάτι που σπανίως συμβαίνει με τα αυθεντικά δοκίμια. Η ελευθερία των συνειρμών του, η αναίδεια και η βλασφημία τους σε αφήνουν συχνά άφωνο. Ερχεται κι επανέρχεται σε μοτίβα που εκτείνονται από κλασικούς πίνακες έως σύγχρονα γκραφίτι – με μοναδικό σκοπό να τα εμβολίσει και να τα βυθίσει αύτανδρα. Ο τύπος δεν παίζεται.
Οι σεξουαλικοί συνειρμοί κατέχουν ιδιαίτερη θέση σε αυτή την πανδαισία. Θυμάμαι πως τον καιρό της τρικομματικής διακυβέρνησης είχε εξαντλήσει όλες τις παραλλαγές ενός ιψενικού ερωτικού τριγώνου, με τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο και τον Κουβέλη να εναλλάσσονται σε σκηνές ζηλοτυπίας, άλλοτε σε παγκάκια και άλλοτε σε κρεβατοκάμαρες. Εικάζω ότι η χειρότερη δυνατή ανάγνωση των σκίτσων του είναι εκείνη που συνδυάζει την κυριολεξία με την ηθικολογία και την πολιτική ορθότητα – ένα τριπλό ατόπημα, στο οποίο υπέπεσε πρόσφατα η «Αυγή» αποτιμώντας τον. Σεξιστής ο Χαντζόπουλος; Μισογύνης; Μισάνθρωπος; Και λίγα λέμε. Υποκείμενα σαν κι ελόγου του μπορεί να ιχνογραφήσει μονάχα το δικό του πενάκι.