Το τραύμα, η απώλεια, η αλήθεια

Αγγελική Σπανού 02 Ιαν 2017

Για να περάσεις καλά τις γιορτές θα πρέπει να μη σκέφτεσαι τα παιδιά στους προσφυγικούς καταυλισμούς ή τους γέρους που υποφέρουν από φτώχεια, ασθένεια, μοναξιά. Θα πρέπει να προσπερνάς σαν μην τους βλέπεις επαίτες, άστεγους και απελπισμένους πλανώδιους και να μην αναρωτιέσαι τι μπορείς να κάνεις, μήπως φταις, πόσο τεχνητές είναι οι δικές σου ανάγκες, πόση ανοησία υπάρχει στα άγχη των χορτάτων, πόση υποκρισία κρύβεται στην επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας όταν είναι επετειακή.
Ρώτησα τη Φωτεινή Τσαλίκογλου, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πάντειο και συγγραφέα, και μου είπε πως ντρέπεται. Ήταν αμήχανη και βέβαιη μόνο ότι ούτε η επιστήμη της έχει απάντηση για το πώς υποφέρεται η δυστυχία των άλλων από τους ευτυχισμένους ή τους περίπου ευτυχισμένους όταν δεν είναι απορροφημένοι αποκλειστικά από όσα συμβαίνουν στον δικό τους μικρόκοσμο, «μέσα σε χάρτινες προστασίες εφησυχασμού», όπως το λέει. Η ίδια συγκλονίζεται από την οδύνη των πονεμένων των καιρών μας και παρόλα αυτά ντρέπεται γιατί ό,τι και αν κάνει, ό,τι αν πει ή αν γράψει, δεν βρίσκεται εκεί, στην ίδια όχθη μαζί τους, επομένως δεν μπορεί να αισθανθεί στ’ αλήθεια το βίωμα ενός ανθρώπου που του λείπουν τα βασικά ή που τα έχει χάσει όλα.
«Πόσο νομιμοποιούμαστε όσοι δεν είμαστε από τη μεριά των αναξιοπαθούντων της κοινωνίας μας, όσοι έχουμε ακόμη δουλειές, σπίτια, αγαθά, πόσο μπορούμε να φτιάξουμε μια κοινότητα οδύνης με τους άλλους; Ως πού μπορούν οι μεν να διεκδικήσουν το δικαίωμα να ταράζονται από αυτό που υφίστανται οι δε; Είναι αρκετή η συναισθηματική αλληλεγγύη, ακόμη κι όταν τη νιώθεις να είναι ειλικρινής και να αναβλύζει από μέσα σου; Πραγματικά δεν ξέρω. Είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο ίσως να το θέτουμε παρά να το αποσιωπούμε. Όποτε βλέπω έναν επαίτη στον δρόμο, νιώθω ντροπή. Ντρέπομαι να τον βοηθήσω, ντρέπομαι να καθησυχαστώ μέσα από μια ελεημοσύνη, ντρέπομαι όμως και να τον προσπεράσω».
Την αναζήτησα έχοντας διαβάσει το βιβλίο της «Η μετακόμιση» (εκδόσεις Καστανιώτη) γιατί μου φάνηκε ότι η ηρωίδα της, η Ευριδίκη Ματθαίου, βρίσκεται κάπου πολύ κοντά και ότι οι σκέψεις που κάνει αφήνοντας το σπίτι της για το γηροκομείο, παλεύοντας με την άνοια ή με κάτι σαν άνοια, θα μπορούσαν να γίνουν από όλους όσοι αναμετριούνται με το τραύμα, με την απώλεια, με τη μνήμη, με την εσωτερική τους αλήθεια.
«Η ηρωίδα μου μας ξεγελάει με την άνοια. Νομίζουμε ότι τα χάνει, αποπροσανατολίζεται, μπερδεύει τόπους, χρόνους, μυρωδιές. Όμως αυτή η σύγχυση στις μέρες μας εκφράζει και μια εμβληματική υπαρξιακή συνθήκη για όλους μας. Πορευόμαστε μέσα σε μια ρευστή αβεβαιότητα, μια αιμορραγία εμπιστοσύνης, μία προς μία οι όποιες βεβαιότητες καταρρέουν. Κάθε μέρα αναρωτιόμαστε τι μας ξημερώνει. Πρόσωπα γνώριμα, καταστάσεις, σχέσεις, γίνονται αγνώριστα. Στο έλεος του όλα είναι δυνατόν να συμβούν, όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει και με την κυρία Ευρυδίκη. Για την Ευρυδίκη όμως το “α” στερητικό της νόησης (α-νοια) ταυτόχρονα είναι και εμπλουτιστικό. Της χαρίζει μια ιδιαίτερη διαύγεια, μια εγρήγορση, μια αφύπνιση του νου και των αισθήσεων. Έχεις την αίσθηση ότι μετέχει σε μια γιορτή, σε μια έκρηξη νοημάτων. Δονείται από μια πάλλουσα μέσα της ζωή».
Όταν η Φ. Τσαλίκογλου έγραφε τη «Μετακόμιση» δεν γνώριζε την κυρία Ευρυδίκη του γηρκομείου Πειραιά, ετών 100, που απέσπασε πολλές χιλιάδες like, όταν μια καθηγήτρια μουσικής ανέβασε στο Facebook το βίντεο που έγινε viral στα social media, με την κυρία Ευρυδίκη να παίζει πιάνο και να τραγουδά χαρίζοντας ομορφιά, ελπίδα, αλήθεια, δίνοντας μια απάντηση που δεν την έχει βρει η επιστήμη – τι μπορείς να κάνεις για να αντέξεις την ανθρώπινη εξαθλίωση και την ανθρώπινη αθλιότητα.