Το τοξικό νεφέλωμα της «κινηματικής πολιτικής» του ΣΥΡΙΖΑ

Κώστας Σοφούλης 11 Δεκ 2014

Ο Karl Schmitt, ο σημαντικότερος θεωρητικός του ολοκληρωτισμού και, ουσιαστικά, θεωρητικός βάσης του ναζισμού, είχε αναπτύξει τη θεωρία ότι στη δημιουργία και συντήρηση ενός πολιτικού κινήματος εθνικής εμβέλειας, μεγαλύτερη σημασία έχουν οι ζητωκραυγές του συγκεντρωμένου λαού που έτσι εκφράζεται με ενιαία φωνή, από οποιαδήποτε εκλογική έκφραση της πλειονοψηφίας. Αντιπαραθέτει αυτή τη λειτουργία του πλήθους, στη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού που βασίζεται στην εξατομικευμένη ψήφο, την καταμέτρηση των ατομικών επιλογών και επομένως στην επιτυχία της πειθούς που αναδείχνουν οι δημοκρατικές εκλογές. Ο Schmitt εξαφάνιζε τον αυτόνομο πολίτη μέσα στις κραυγές του πλήθους που λειτουργούσε ως άμορφη μάζα. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, είναι ο καλλίτερος εκφραστής αυτής της οπτικής του Schmitt και αυτό αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο της υποδόριας αναπαραγωγής του ολοκληρωτισμού που φυτεύει αυτή η εκδοχή της αριστεράς στην κοινωνία μας. Το θέμα είναι σοβαρό και αξίζει να το προσέξουμε περισσότερο.

Η τοξική διείσδυση του ολοκληρωτισμού στην πολιτική και κοινωνική ζωή μας επιχειρείται από τον ΣΥΡΙΖΑ με την διαβόητη θέση του ότι την πολιτική του την εκφράζει ταυτόχρονα στο κοινοβουλευτικό επίπεδο και στο επίπεδο των «κινημάτων» του πεζοδρομίου. Η έννοια του κινήματος είναι μια εξαιρετικά θολή υπόθεση που ξεκινάει από την περιγραφή εξειδικευμένων διεκδικήσεων ομάδων του εκλογικού σώματος αλλά φτάνει μέχρι την περιγραφή ολόκληρης κομματικής τακτικής, όπως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα είναι το μοναδικό κόμμα που εκφράζει μια τέτοια παραδοχή. Δεν θα μας απασχολήσει η πρώτη έννοια του όρου, αφού οι υποστασιοποιήσεις της είναι στενά συνδεμένες με την λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Κάθε ομάδα που θέλει να προβάλλει ένα δικό της αίτημα, έχει την ελευθερία αλλά και την δυνατότητα να το επιδείξει, αλλά όχι να το επιβάλλει με οποιαδήποτε μορφή βίας, με την εμφάνιση του πλήθους των υποστηρικτών της. Εκεί, όμως, που τα πράγματα γίνονται σοβαρά είναι όταν ένα κόμμα περιενδύει ολόκληρη την (αναπόφευκτα πολυδιάστατη) πολιτική πλατφόρμα, με μορφή «κινηματική». Το φαινόμενο είναι συνηθισμένο στα λαϊκίστικα πολιτικά συστήματα της Νότιας Αμερικής ενώ στην Ευρώπη εκφράζεται συστηματικά από τα ολοκληρωτικά κόμματα της αριστεράς και της άκρας δεξιάς και ενίοτε, προσωρινά σε έκτακτες περιστάσεις, από άλλες πολιτικές παρατάξεις, όπως για παράδειγμα ο Ντε Γκωλισμός στην περίοδο αποσύνθεσης της Γαλλικής αυτοκρατορίας. Στην Ελλάδα το επιχείρησε το ΠΑΣΟΚ της πρώιμης περιόδου, αλλά εγκατέλειψε την προσπάθεια όταν ασπάστηκε πλήρως τον συντεχνιακό λαϊκισμό. Σήμερα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που πολιορκεί την εξουσία με ρητή έκφραση των «κινηματικών» επιδιώξεών του.

Κατά την άποψή μου, την σαφέστερη ανάλυση του θέματος την έχει προσφέρει στην διεθνή βιβλιογραφία ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Από το 2005 έχει επισημάνει, σε μια σημαντική του διάλεξη, ότι σχεδόν κανείς από όσους χρησιμοποιούν τον όρο «κίνημα» για να προσδιορίσουν την υφή της συλλογικής διεκδίκησής τους δεν ορίζει τι ακριβώς εννοεί. Προσπάθησε και ο ίδιος να δώσει ένα τεκμηριωμένο ορισμό και ομολογεί ότι δεν τα κατάφερε. Δήλωσε, όμως, ότι κατά την έρευνά του πάνω στο θέμα, επισήμανε μια στενή σχέση του όρου με τον Ναζισμό. «Το αμήχανο σημείο της έρευνάς μου ήταν όταν διαπίστωσα ότι ο μόνος που προσπάθησε να ορίσει τον όρο ήταν ένας ναζιστής νομικός: ο Καρλ Σμιττ.» έγραψε ο Αγκάμπεν.

Προσπαθώντας ο Σμιτ να ορίσει τη συνταγματική δομή του ναζιστικού Ράιχ, με ένα δοκίμιό του 1933 που έφερε τον εύγλωττο τίτλο Κράτος, Κίνημα, Λαός», με υπότιτλο «Η τριμερής διάκριση της πολιτικής ενότητας», έδωσε την πολιτική-συνταγματική λειτουργία της έννοιας του κινήματος, σύμφωνα με την γενικότερη πολιτική θεωρία του.

Κατά τον Σμιττ, η πολιτική ενότητα του ναζιστικού Ράιχ θεμελιώνεται σε τρία στοιχεία ή μέλη: το Κράτος, το Κίνημα και το Λαό. Το Κράτος είναι η στατική πολιτική πλευρά που περιλαμβάνει τον μηχανισμό των δημόσιων λειτουργιών. Ο Λαός, είναι το απολιτικό στοιχείο που ενεργοποιείται κάτω από την επίδραση αλλά και την την προστασία του Κινήματος. Στο σχήμα αυτό το πραγματικό και ενεργό πολιτικό στοιχείο είναι το Κίνημα που συγκεκριμενοποιείται με τη σχέση του με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και την ηγεσία του. Ενδιαφέρον είναι επίσης, ότι με την εκπληκτική διορατικότητα που τον διέκρινε, ο Σμιττ, στο ίδιο κείμενο, αφήνει να εννοηθεί ότι αυτή ίδια τριμερής διάκριση είναι επίσης παρούσα στο συνταγματικό μηχανισμό του σοβιετικού κράτους. Ο Σταλινισμός ήταν ήδη παρών την εποχή που έγραφε.

Πάνω στη θεώρηση αυτή, ο Αγκάμπεν είναι καταπέλτης στην επισήμανση της βαθειάς αντιδημοκρατικότητας του Κινήματος με την παραπάνω έννοια, δηλαδή με την έννοια της έκφρασης ολοκληρωμένου κομματικού διακυβεύματος. «Η πρώτη εκτίμησή μου» γράφει ο Αγκάμπεν «είναι ότι η πρωταρχική σημασία της έννοιας του κινήματος είναι ότι αποπολιτικοποιεί την έννοια του λαού. Με αυτόν τον τρόπο το κίνημα παίρνει τη θέση της αποφασιστικής πολιτικής έννοιας όταν η δημοκρατική έννοια του λαού, ως πολιτικού σώματος, δείχνει ότι καταρρέει. Η δημοκρατία τελειώνει εκεί όπου εμφανίζονται κινήματα. Ουσιαστικά δεν νοείται δημοκρατικό κίνημα (εφόσον δημοκρατία παραδοσιακά σημαίνει να βλέπουμε το Λαό ως πολιτικό σώμα που απαρτίζεται από αυτόνομους πολίτες). Από την άποψη αυτή, οι επαναστατικές παραδόσεις της αριστεράς συμφωνούν με το ναζισμό και το φασισμό», καταλήγει ο Αγκάμπεν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω επιβεβαιώνει πλήρως την οπτική του Αγκάμπεν με ένα εξαιρετικά απλό αλλά συνάμα άκρως τοξικό πολιτικό τέχνασμα: Απλοποιεί το πολιτικό του κάλεσμα όπως ακριβώς και ο Ναζισμός. Εφεύρε το ρήγμα «μνημονιακοί κόντρα στους αντιμνημονιακούς» με την ίδια πονηρία που οι Ναζί σφράγιζαν τον πολιτικό τους λόγο με τη φυλετική διάκριση των Αρίων Γερμανών και την πατριωτική επίκληση της αδικίας που έγινε στην γερμανική πατρίδα από τους εχθρούς της μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κρύβοντας την πρωτογενή ευθύνη των ίδιων στην εκκίνηση του πολέμου. Στην δική μας περίπτωση, η φυλετική επίκληση είναι διάχυτη: Ρατσιστικά συνθήματα όπως, «προσπαθούν να μας εξαφανίσουν», «θέλουν να μας γονατίσουν», «μας κάνουν πειραματόζωα» και άλλα συναφή δίνουν και παίρνουν. Όλα εξυπονοούν έναν ανελέητο πόλεμο ενάντια σε έναν περιούσιο λαό. Από την άλλη, η επίκληση της ρύθμισης του δημόσιου χρέους «κατά το πρότυπο που ρυθμίστηκε το γερμανικό χρέος το 1953» είναι φτηνό αλλά ευδιάκριτο ανάλογο προς την επίκληση της αδικίας των ναζιστών που έγινε στην πατρίδα τους με τις επανορθώσεις του Πολέμου. Με αυτές τις απλουστεύσεις, στήνεται το σκηνικό του «Κινήματος» και σπρώχνεται ο Λαός στην άκρη ως απολίτικη μάζα, αφού του στερείται το δικαίωμα να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει αναλυτικά πάνω στο όντως πολύπλοκο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα στο οποίο έχει περιπέσει. Άπαξ και ο Λαός κατεβεί στο πεζοδρόμιο, εκπληρώνει αυτομάτως το χρέος και το ρόλο του αφού οι ζητωκραυγές αξίζουν περισσότερο από την στοχαστική ψήφο των αυτόνομων ατόμων που απαρτίζουν τον δημοκρατικό Δήμο. Από εκεί και πέρα, θα ήθελα να αφήσω τον αναγνώστη να φανταστεί την συνέχεια.