Το τίμημα του Μακεδονικού

Θόδωρος Τσίκας 14 Ιουν 2018

Όταν τα πολιτικά ζητήματα και -ακόμα περισσότερο- αυτά της εξωτερικής πολιτικής, γίνονται «ταυτοτικά» προβλήματα, είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να επιλυθούν εύκολα. Διότι βεβαίως, όταν δημιουργείς στην κοινωνία θέμα «εθνικής ταυτότητας», «εθνικής συνείδησης» κ.α, το ζήτημα τίθεται υπεράνω πολιτικής. Παραπέμπει στο φαντασιακό, σε υπαρξιακά ιδεολογήματα, «ποιος είμαι», «από πού προέρχομαι», «πού πάω», κλπ. Εκεί ο ορθολογισμός φυσικά δεν μπορεί να εισχωρήσει.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, με λίγες τιμητικές εξαιρέσεις, μετέτρεψε το Μακεδονικό ζήτημα της σύγχρονης περιόδου (μετά το 1991) σε ένα τέτοιο πρόβλημα. Σχεδόν σε θέμα «εθνικής ύπαρξης» και «εθνικής επιβίωσης». Άφησε να αιωρείται ακόμα και η αίσθηση κάποιας σοβαρής απειλής για χώρα μας. Για να κερδίσει ψήφους και στήριξη από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, καλλιέργησε μύθους και αυταπάτες. Διόγκωσε υπέρμετρα ένα απλό ζήτημα διαπραγμάτευσης και συνεννόησης, χωρίς μείζονες διαστάσεις. Έκαψε έτσι μόνο του τις γέφυρες επιστροφής σε ρεαλιστικές λύσεις. Απέκοψε κάθε δίοδο διαφυγής προς τον ορθολογισμό, που απαιτείται στην πολιτική.

Όταν όμως κάνεις το δικό σου θέμα «ταυτοτικό», πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχτείς και τα αντίστοιχα της άλλης πλευράς. Γιατί ευαισθησίες και «ευαισθησίες» έχουν όλοι. Δεν αποτελούν μονοπώλιο κανενός. Δεν μπορείς να νομίζεις ότι μπορείς να «βαφτίζεις» εσύ μονομερώς τους άλλους, να τους προσδιορίζεις εσύ και όχι οι ίδιοι, εθνικά και εθνοτικά. Να τους λες εσύ τι γλώσσα μιλούν αυτοί. Όπως δεν δέχεσαι να στα επιβάλουν εσένα, δεν δέχονται ούτε αυτοί. Τι να κάνουμε; Στην σύγχρονη εποχή (ευτυχώς) το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού είναι πλέον κατοχυρωμένο από τις διεθνείς Συνθήκες, που έχουμε κι εμείς υπογράψει.

Γιατί το θέμα ήταν ζήτημα διπλωματικών χειρισμών. Ορθής ανάλυσης της νέας βαλκανικής πραγματικότητας μετά το 1991. Ευκαιρίες (πολλές) και δυσκολίες (αρκετές). Όχι για το διμερές ζήτημα, που ήταν μία -όχι η σημαντικότερη- παράμετρος της καινούργιας αρχιτεκτονικής στην ευρύτερη Βαλκανική, μετά την ανάδυση των νέων κρατών στη θέση της παλιάς Γιουγκοσλαβίας. Τι κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις; Πολλαπλασιάζουμε τις ευκαιρίες και αμβλύνουμε τις δυσκολίες. Το διμερές ζήτημα, στο βαθμό που ήταν υπαρκτό και στις πραγματικές διαστάσεις του, θα μπορούσε να είχε διευθετηθεί με εύκολους σχετικά χειρισμούς, τότε, όσο ήταν ακόμα νωρίς. Δουλειά τεχνοκρατών και απλής πολιτικής βούλησης.

Αλλά, βλέπετε, η ψυχραιμία, η ανάλυση, η σύνεση, δεν «πουλάνε». Ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην -εφεξής- Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, ούτε στην καθ΄ημάς Ανατολή. Το είχε πει και ο Τσώρτσιλ : Τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη Ιστορία, από όση μπορούν να καταναλώσουν. Αλλά τι να μας πουν και οι ξενέρωτοι κουτόφραγκοι…

Βέβαια αυτοί, πριν 70 χρόνια, έλυσαν κρίσιμα προβλήματα που αιματοκύλισαν την Ευρώπη και τον κόσμο, πολλές φορές. Το θέμα της Αλσατίας-Λωραίνης, της γαλλικής σήμερα περιοχής με γερμανικό πληθυσμό, υπήρξε η βάση της βαθιάς ιστορικής γαλλο-γερμανικής εχθρότητας. Εχθρότητα που προκάλεσε γαλλο-γερμανικούς πολέμους και ήταν ο πυρήνας των δύο Παγκόσμιων Πολέμων. Μετά από αλλεπάλληλες κατακτήσεις και προσαρτήσεις κι από τις δύο χώρες, μετά από φανατισμούς, εθνικισμούς, διώξεις και ανθρώπινη δυστυχία, η περιοχή έγινε μεταπολεμικά το σύμβολο της Ενωμένης Ευρώπης, με την πρωτεύουσα της το Στρασβούργο, έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αφού επιλύθηκε με σαφήνεια το θέμα των συνόρων της, αλλά και του σεβασμού των δικαιωμάτων του πληθυσμού της.

Εμείς όμως δεν θέλουμε να τα λύνουμε αυτά. Θέλουμε να διαιωνίζουμε τις πληγές μας, για να έχουμε να θρηνούμε για τους εαυτούς μας και να καταριόμαστε τους άλλους.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, λοιπόν, θα έχει κόστος για τις ευθύνες του στην δραματοποίηση του θέματος, στην ιδεολογική χρήση της Ιστορίας και στην κατάχρηση των συμβόλων. Όλα έχουν τίμημα σε αυτή την ζωή. Αυτό πρέπει να το κατανοήσει γρήγορα. Αν έχει την τόλμη να εξηγήσει κάποτε στην κοινωνία τις πραγματικές διαστάσεις του θέματος, δεν το γνωρίζω, γιατί έτσι θα ξεσκεπαστούν πλήρως οι ευθύνες για τον αποπροσανατολισμό και την μυθοπλασία. Φαντάζομαι κάτι αντίστοιχο, μπορεί να συμβεί και στην γειτονική μας χώρα στον Βορρά. Το πολιτικό και ειρηνικό αυτό κόστος, όμως, θα είναι κατά πολύ μικρότερο από τις συνέπειες να πορεύεται η χώρα μας με όλα τα μέτωπα ανοιχτά.

Εξάλλου το όφελος από την σταθεροποίηση της περιοχής μας, μέσω της εξομάλυνσης των σχέσεων και της ενσωμάτωσης όλων των δυτικών Βαλκανίων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους διεθνείς οργανισμούς, θα είναι πολλαπλό για όλους μας. Γιατί αυτό είναι το πραγματικά κρίσιμο θέμα. Και θα έπρεπε να είμαστε οι επισπεύδοντες, όχι αυτοί που κρατάνε καθυστέρηση…