Το θύμα και ο θύτης

Νικηφόρος Αντωνόπουλος 18 Ιουλ 2018

Η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη όσο φαίνεται… Είναι πολύ χειρότερη!

Αυτό το κλασικό δημοσιογραφικό κλισέ βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του στη σημερινή πολιτική κατάσταση και σε όλες τις εκφάνσεις της.

Ξεκινώντας από την εξωτερική πολιτική, ένα τομέα στον οποίο μετά την πτώση της δικτατορίας εκφραζόταν η μεγαλύτερη δυνατή πολιτική συναίνεση, σήμερα όχι μόνο δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύμπτωση έστω σε κανένα από τα θέματα που χειρίζεται η κυβέρνηση των Σύριζα – Αν. Ελ., όχι μόνο η πολιτική της κυβέρνησης βρίσκεται σε διάσταση με τις θέσεις των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και με τη διάθεση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, αλλά ακόμη χειρότερα, θέμα όπως η ονομασία της ΠΓΔΜ που κάτω από άλλους χειρισμούς θα είχε οδηγηθεί πιο ομαλά σε λύση, σήμερα έχει καταστεί αποφασιστικός παράγοντας ακόμη και για το αν θα υπάρχει ή όχι κυβερνητική πλειοψηφία για να κυρώσει τη «συμφωνία των Πρεσπών», αλλά και για το πότε θα οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές!

Να υπενθυμίσω εδώ τη δήλωση του Ζόραν Ζάεφ, ότι το δημοψήφισμα στη χώρα του θα έχει ολοκληρωθεί ως τον Φεβρουάριο του ’19 κι αμέσως άρχισαν στην Αθήνα τα σενάρια γύρω από την πιθανή ημερομηνία των εκλογών με επίκεντρο το χρονοδιάγραμμα των Σκοπίων για την ολοκλήρωση των διαδικασιών έγκρισης – ή και μη – της συμφωνίας.

Πέραν όμως του Ζάεφ, ο οποίος εξ’ αντικειμένου έχει καταστεί παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, η κυβέρνηση βρίσκεται όμηρος των διαθέσεων του εταίρου της Πάνου Καμμένου,  ο οποίος επαναλαμβάνει όπου βρεθεί ότι δεν θα ψηφίσει τη συμφωνία, η οποία μάλιστα, κατά τις προβλέψεις του, δεν πρόκειται να έρθει στο ελληνικό κοινοβούλιο για να κυρωθεί!

Ακόμη και στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11 Ιουλίου, στην οποία παρέστη, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης, δήλωνε παρόντος του πρωθυπουργού του, ότι «η συμφωνία αυτή δεν πρόκειται να περάσει από την παρούσα Βουλή» και πρόσθετε ακόμη ότι η ένταξη της ΠΓΔΜ δεν θα γίνει, γιατί (οι Σκοπιανοί) «θα συλλέγουν προσκλήσεις και φωτογραφίες (από το ΝΑΤΟ) αλλά όσο εμπεριέχεται το Μακεδονία στην ονομασία τους δεν θα γίνε τίποτα παρακάτω»!…

Αυτά, παρόντος επαναλαμβάνω του πρωθυπουργού του καθώς και του υπουργού Εξωτερικών, οι οποίοι είναι αυτοί που με την υπογραφή της συμφωνίας έθεσαν σε κίνηση τις διαδικασίες που θα οδηγήσουν την γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ ως το 30ό μέλος του και πιθανόν αργότερα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση…

Θα επρόκειτο για γραφικότητες ή και γελοιότητες, αν αυτά δεν συνέβαιναν σ’ ένα διεθνές περιβάλλον και δεν προέρχονταν από τους πολιτικούς εκπροσώπους της χώρας που οι εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ και της ΕΕ χαιρέτισαν για τη συμβολή της στο να εξομαλυνθεί μια κατάσταση που εκκρεμούσε χρόνια στον χώρο των Βαλκανίων όπου πολλές δυνάμεις έχουν επενδύσει πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά…

Ετσι τα βλέπουν τα πράγματα οι ξένοι, σύμμαχοι και εταίροι, που προφανώς και είναι εκείνοι που αξίωσαν να μπει τέρμα στη διαμάχη για το όνομα της «Μακεδονίας», όπως την έλεγαν κι όπως θα συνεχίσουν να την αποκαλούν, και δεν έχουν και κανένα λόγο για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα στο εσωτερικό της χώρας με ευθύνη φυσικά της ελληνικής κυβέρνησης, στους κόλπους της οποίας έχει διαρραγεί πλέον κάθε έννοια συλλογικής ευθύνης, όπως καθορίζεται από το Σύνταγμα.

Ιδού και τα σχετικά για να ξέρουμε γιατί μιλάμε:

* Αρθρο 82

  1. «Η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων»
  2. «Ο πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της…»

* Αρθρο 85

«Τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, καθώς και οι υφυπουργοί, είναι      συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της κυβέρνησης».

Σε πλείστες όσες περιπτώσεις δεν υπήρξε ούτε η κατά το Σύνταγμα ενότητα της κυβέρνησης, ούτε και η επίσης κατά το Σύνταγμα συνυπευθυνότητα των μελών του υπουργικού συμβουλίου στην πολιτική της κυβέρνησης.

Στην περίπτωση του «σκοπιανού», όμως, ξεπεράστηκε κάθε όριο, από τη στιγμή που κορυφαίος υπουργός και πρόεδρος του κόμματος που στηρίζει και μετέχει στην κυβέρνηση δηλώνει σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή του με τη σημαντικότερη ως τώρα διεθνή συμφωνία που έχει συνάψει η κυβέρνηση, στην οποία εξακολουθεί να μετέχει.

Αυτό είναι το θέμα κι όχι αν η συμφωνία μπορεί να κυρωθεί στη Βουλή ακόμη και με 125 ψήφους, όπως άλλος κορυφαίος υπουργός, των Εξωτερικών αυτός, κάθεται και δηλώνει σε ξένη εφημερίδα.

Το θέμα είναι ότι με την επίσημα διατυπωμένη κατηγορηματική διαφωνία του μικρού εταίρου της κυβέρνησης – όποιος κι αν είναι αυτός, όπως κι αν λέγεται – που συνοδεύεται μάλιστα και με την επίσημα διατυπωμένη απειλή ότι θα ρίξει την κυβέρνηση αν έρθει στη Βουλή η συμφωνία, δεν υφίσταται πλέον ο κυβερνητικός συνασπισμός.

Ούτε βέβαια το θέμα είναι, ότι αν αποχωρήσουν οι βουλευτές των Αν. Ελ. και χάσει την πλειοψηφία η κυβέρνηση, μπορεί να την αποκαταστήσει με τις ψήφους διαφόρων βουλευτών από άλλα κόμματα, όπως στην ίδια συνέντευξη σε ξένη εφημερίδα δήλωσε ο Κοτζιάς!

Κατ’ αρχάς αυτές οι δηλώσεις έρχονται να προστεθούν στα όσα πρωτοφανή συμβαίνουν με αυτή την κυβέρνηση και αυτούς τους υπουργούς. Γιατί είναι πράγματι πρωτοφανές, να βγαίνει υπουργός και να προαναγγέλλει κάποιου είδους αποστασία βουλευτών από άλλα κόμματα που θα σπεύσουν να βοηθήσουν την κυβέρνηση, όχι να ψηφίσει τη συμφωνία, που μπορεί να το κάνει με την πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία, αρκεί να μην είναι λιγότεροι από 125, αλλά να αποκαταστήσει την πλειοψηφία των 151…

Το θέμα είναι ότι αν αποχωρήσουν από την κυβέρνηση οι Αν.Ελ. του Καμμένου, μπορεί η κυβέρνηση να παραμείνει ως κυβέρνηση μειοψηφίας και να συντηρείται χάρις στην «ψήφο ανοχής» των καμμένων, είτε και κάποιων πρόθυμων, που πάντα υπάρχουν, παύει όμως να υπάρχει ως κυβέρνηση Σύριζα – Ανεξάρτητων Ελλήνων που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στις 7 Οκτωβρίου 2015.

Κι αυτό είναι ένα ακόμη θέμα πολιτικής τάξεως, έστω κι αν με τον μιθριδατισμό που κυριαρχεί πλέον στην ελληνική πολιτική ζωή, έννοιες όπως ηθική, πολιτική τάξη κλπ έχουν χάσει τη σημασία που ακόμη και σε δύσκολες στιγμές διατηρούσαν τη σημασία και την αξία τους.

Κι ενώ αυτές είναι οι συνέπειες στη εσωτερική πολιτική ζωή, η συμφωνία των Πρεσπών έχει πλέον και πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της χώρας και συγκεκριμένα στις σχέσεις της με τη Ρωσία, αλλά και τις ΗΠΑ.

Είναι ίσως νωρίς να δούμε πώς θα εξελιχθεί η διπλωματική εμπλοκή με τη Ρωσία. Εκείνο όμως που σίγουρα μπορεί να πει κανείς, είναι ότι η κυβέρνηση Σύριζα, ο Τσίπρας προσωπικά, ενέπλεξε τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία, που διατηρούνταν πάντα σε ικανοποιητικό επίπεδο για τα ελληνικά συμφέροντα – πέραν των αυταπατών που καλλιέργησε ο ίδιος ο Τσίπρας με τους συνεργάτες του, κάποιοι  από τους οποίους αποχώρησαν – με τις δυσμενείς γι’ αυτόν εξελίξεις που είχε η συμφωνία με τα Σκόπια   στο εσωτερικό της χώρας και κυρίως με το κύμα διαμαρτυριών που συνεχίζονται.

Γιατί αυτό ακριβώς έκανε ο Τσίπρας, με τις απελάσεις των Ρώσων διπλωματών και κυρίως με τις αόριστες κατηγορίες που διατύπωσε για τις δραστηριότητές τους, αλλά και με τον σαφή υπαινιγμό ότι επιχείρησαν να παρέμβουν στο «σκοπιανό» ακόμη και χρηματοδοτώντας οργανώσεις και εκδηλώσεις.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, όπως πολλοί το κάνουν, χωρίς και να προσφέρουν στοιχεία παρά μόνο εικασίες, σε ποιο βαθμό πράγματι παρενέβησαν οι Ρώσοι πράκτορες, ώστε να είναι αναπόφευκτη πλέον η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης.

Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας είχε ταχθεί δημόσια και κατηγορηματικά κατά της ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και συνεπώς και κατά της συμφωνίας με το όνομα, που αποτελούσε προϋπόθεση για την ένταξη της γειτονικής χώρας στη στρατιωτική συμμαχία.

Πιθανόν, οι δηλώσεις του Λαβρόφ να αποτελούσαν παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας.

Κάτι που πάντως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν θεώρησε για τις επανειλημμένες δηλώσεις του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα ο οποίος σχεδόν καθημερινά ζητούσε από την Αθήνα να προχωρήσει στη συμφωνία με την κυβέρνηση των Σκοπίων. Όπως έκαναν και πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι…

Αν η κυβέρνηση έχει στοιχεία ότι οργανώσεις και οργανωτές των κινητοποιήσεων χρηματίστηκαν από Ρώσους πράκτορες οφείλει να στοιχειοθετήσει τις σοβαρές αυτές κατηγορίες. Διαφορετικά είναι απαράδεκτο – και πάντως άκρως επικίνδυνο – να αιωρείται ότι επιχειρήθηκε να εξαγοραστούν ή και εξαγοράστηκαν πολίτες, βουλευτές, επιχειρηματίες, για να υπονομεύσουν τη συμφωνία, οργανώνοντας τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας – πράγμα το οποίο συνεχώς αναπαράγουν οι πρόθυμοι απολογητές των κυβερνητικών λόγων, όπως κατασκευάζονται και διοχετεύονται μέσω των non papers από τα υπόγεια του Μαξίμου.

Εχει επικρατήσει πλέον στη χώρα ένα άκρως διχαστικό κλίμα, συνέπεια του «ή εμείς ή αυτοί». Εχει προκληθεί ζημιά στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, καθώς δεν είναι μόνο η κρίση στις ελληνοσοβιετικές σχέσεις, αλλά είναι και ο εξαμερικανισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως δείχνουν όλες οι τελευταίες ενέργειες της κυβέρνησης Τσίπρα.

Ευχής έργο θα ήταν κάπου να μπει ένα φρένο πριν, στο όνομα της παραμονής της κυβέρνησης στην εξουσία, οδηγηθεί η χώρα οριστικά σ’ ένα χωρίς επιστροφή διχασμό.

Και θα ήταν πράγματι ευχής έργο, όσοι στρέφονται προς την αντιπολίτευση ζητώντας της ούτε λίγο ούτε πολύ να σπεύσει να στηρίξει τη «στροφή της κυβέρνησης στην κανονικότητα» (!) να εξαντλήσουν την επιχειρηματολογία τους προς την πλευρά της κυβέρνησης, ζητώντας να βάλει αυτή τέλος στο εμπρηστικό, διχαστικό λόγο της.

Γιατί, επιτέλους, όση καλή θέληση και να έχει κανείς, δεν μπορεί να δεχτεί να εξισώνεται το θύμα με τον θύτη.