Ο κοινοβουλευτικός διάλογος, ιδίως μετά τις εκλογές του Ιουνίου, έχει εκφυλιστεί σε ένα κακόγουστο θέαμα ανούσιων διαξιφισμών, που ολοένα συχνότερα εγγίζουν τα όρια της χυδαιολογίας. Αντιγράφοντας πιστά τις τηλεοπτικές νόρμες της εύκολης πρόκλησης και της τεχνητής προσωπικής αντιπαλότητας, οι νέοι αστέρες του κοινοβουλευτικού λαϊκισμού πολιτεύονται με μοναδικό γνώμονα να απασχολήσουν τα δελτία των 8 με φτηνές ατάκες και καφενειακές συγκρούσεις.
Η θλιβερή εικόνα του Κοινοβουλίου οφείλεται κατ? αρχάς στην αποσύνθεση των δύο κομμάτων εξουσίας, που χρεώνονται την κατάρρευση του κράτους και της οικονομίας ύστερα από 39 χρόνια εναλλαγής (και πλέον συγκατοίκησης) στην εξουσία. Τα δύο αυτά κόμματα διατηρούσαν έναν, έστω προσχηματικό, σεβασμό προς το ύφος και το ήθος της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης. Οι νέοι κομματικοί συσχετισμοί που ανέτειλαν μετά την κρίση εξώθησαν, όμως, το σύνολο του κοινοβουλευτικού προσωπικού σε ένα επίπεδο διαλόγου που λίγο απέχει από το να καταλήξει σε εντός αιθούσης χειροδικίες.
Ωστόσο, το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Ο κοινοβουλευτικός λόγος εκπέμπει αθλιότητα διότι δεν έχει τίποτε άλλο να εισφέρει, τη στιγμή που το νομοθετικό έργο συντελείται ιδίως με την κύρωση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, οι υπουργοί απαξιώνουν συστηματικά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και ο πρωθυπουργός έχει ελαχιστοποιήσει την κοινοβουλευτική του παρουσία. Το Κοινοβούλιο παράγει λεκτικά σκουπίδια διότι έχει στην πράξη αποστερηθεί τη δυνατότητα να παραγάγει οτιδήποτε άλλο. Ετσι λειτουργεί πλέον ως παρακολούθημα των τηλεοπτικών παραθύρων, όπου οι βουλευτές μετέχουν σε έναν διαγωνισμό ευτελούς δημοσιότητας. Στο πλαίσιο αυτό, οι σοβαρές φωνές που απομένουν μέσα στο Κοινοβούλιο είναι από χέρι χαμένες.
Οσο και αν στις σύγχρονες τηλεοπτικές δημοκρατίες ο κοινοβουλευτικός λόγος αναπόδραστα εκτρέπεται σε υλικό μιντιακής κατανάλωσης, το εύρος της σημερινής κατάντιας του Κοινοβουλίου είναι αναστρέψιμο. Προϋποθέσεις για την αναβάθμισή του είναι αφενός να μπορέσει να ασκήσει όσες αρμοδιότητες του απονέμει το Σύνταγμα και, αφετέρου, ένα νέο εκλογικό σύστημα να επιτρέψει την ανανέωση της πολιτικής τάξης, με ρυθμίσεις που θα συμβάλουν και στην καταπολέμηση του κοινοβουλευτικού λαϊκισμού.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος Ιδρύματος Τσάτσου