Έναν κύκλο απλώνουμε οι άνθρωποι με κέντρο το σημείο που κάθε φορά βρισκόμαστε και περίμετρο το αχανές του σύμπαντος, για να έχουμε αρκετό χώρο μέσα κει να στοιβάξουμε τις ανάγκες μας και τις ψευδαισθήσεις μας, να χωρέσουμε τις απόψεις και τις ιδέες μας, να παραχώσουμε τις απελπισίες και τις ενοχές μας. Εκεί μέσα ζούμε με τις ανεφάρμοστες ιδεολογίες που φορτωθήκαμε, με τις πολιτικές επιταγές που ποτέ δεν εξαργυρώσαμε και κυρίως με τις θρησκευτικές απαγορεύσεις και επιβολές που επωμιστήκαμε. Οι περισσότερες φανατικές θρησκευτικές υποχρεώσεις σκοπό έχουν να αφυδατώσουν την επιθυμία της ευχαρίστησης και την ανάγκη της ηδονής. Αλλά όταν ο άνθρωπος οδηγείται μακριά από τους τόπους της χαράς, θα αναζητήσει την ευχαρίστηση και την απόλαυση στην επιβολή, την εξαπάτηση και την ισχύ.
Βρισκόμαστε στα 1862, μια δεκαπενταετία περίπου μετά τον Μεγάλο Λιμό του 1845-1850 που κόστισε την ζωή σε ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους της χώρας. H Anna O'Donnell ένα κορίτσι 11 χρονών το οποίο για τέσσερις μήνες δεν έχει φάει όπως διατείνεται η οικογένειά της, η ιστορία βάζει τα νύχια της βαθιά στις πλάτες της πατριαρχίας και στα θέματα της βίας μέσα στην οικογένεια και της παιδικής κακοποίησης. Οι αρχές του χωριού αναθέτουν η Elizabeth "Lib" Wright, μια Αγγλίδα νοσοκόμα που υπηρέτησε στον Κριμαϊκό Πόλεμο να παρακολουθεί το κορίτσι και το φαινόμενο και να επιμελείται την όλη κατάσταση. Η αδελφή Μάικλ βοηθά την Ελισάβετ στο έργο της και οι δυο δίνουν αναφορά στους γέροντες που εξουσιάζουν το χωριό. Τα απομεινάρια καχυποψίας του μεγάλου λιμού απέναντι στην Αγγλίδα νοσοκόμα είναι ευδιάκριτα.
Η Λιμπ έρχεται σε επαφή με τη βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια της Άννας τους γονείς και την αδελφή της, η οποία κατοικεί σε ένα απομακρυσμένο αγροτόσπιτο, στο δείπνο η νοσοκόμα μαθαίνει και για έναν αδελφό, ο οποίος έχει πεθάνει από κάποια ασθένεια. Η Άννα κάνει και μια πρώτη αναφορά στο «μάννα από τον Παράδεισο» αυτό δηλαδή το υλικό που αντικαθιστά την τροφή και την κρατά στη ζωή.
Ο καχύποπτος δημοσιογράφος της Daily Telegraph , ο William φτάνει στην περιοχή προσπαθώντας να καταλάβει την όλη υπόθεση. Αναπτύσσουν στενή σχέση ο Γουίλιαμ και η Λιμπ στο περιθώριο της εργασίας που έχουν και οι δυο αναλάβει.
Η Λιμπ έχει κι αυτή τα δικά της τραύματα, θρηνεί το βρέφος που έχασε, καθημερινά και καταφέρνει να κοιμηθεί μόνο με την κατανάλωση λάβδανου κάθε βράδυ. Η Άννα προσεύχεται καθημερινά με ευλάβεια και ομολογεί ότι αυτό που περισσότερο την τρομάζει είναι η τιμωρία μετά από τον θάνατο στα βασανιστήρια της Κόλασης.
Η Λιμπ μετά από επίπονη παρατήρηση διαπιστώνει ότι η μητέρα της καληνυχτίζοντας την φιλά βάζοντας στο στόμα της μασημένη τροφή. Η Άννα παραδέχεται ότι αυτό είναι το περιβόητο «μάννα» και εξομολογείται στη νοσοκόμα τους λόγους για τους οποίους νηστεύει. Ο εκλιπών αδελφός της την είχε επανειλημμένα βιάσει και θεωρεί ότι ο Θεός οργίστηκε και τον τιμώρησε με θάνατο. Η Άννα ελπίζει ότι με τη θυσία της θα εξαγνίσει τις φοβερές αμαρτίες του αδελφού της και θα τον απελευθερώσει από την αιώνια τιμωρία και τον βασανισμό του στην Κόλαση.
Γνωρίζοντας ότι η Άννα αναπόφευκτα θα πεθάνει η Λιμπ πείθει τον Γουίλιαμ να την βοηθήσει να σώσουν το κορίτσι. Ενώ η οικογένεια είναι απασχολημένη, η Λιμπ φέρνει την Άννα, προς τον θάνατο, σε ένα κοντινό ιερό πηγάδι . Της λέει ότι παρόλο που η «Άννα» θα πεθάνει, θα ξαναγεννηθεί ως νέο κορίτσι που θα ονομάζεται «Ναν». Η Άννα κλείνει τα μάτια της και φαίνεται να πεθαίνει πριν ξαναζωντανέψει, όταν ο Λιμπ είναι τελικά σε θέση να την ταΐσει. Η Λιμπ επιστρέφει μόνη της στο σπίτι και το πυρπολεί, καταστρέφοντας το παρελθόν της μικρής Άννας και μαζί κομμάτια από τους δικούς της εφιάλτες, αλλά μας αφήνει με την αίσθηση πως είδαμε μια μια από τις πιο όμορφες παραγωγές του Netflix.
«Γεια σας, αυτή είναι η αρχή μιας ταινίας με τίτλο ‘The Wonder’. Χωρίς ιστορίες δεν είμαστε τίποτα» μας δηλώνει η φωνή που όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια αποτελεί κομμάτι του ορθολογικού μέρους της ταινίας. «Σας καλούμε συνεπώς να πιστέψετε αυτήν εδώ». Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Σεμπαστιάν Λέλιο (Γκλόρια, Μια Φανταστική Γυναίκα, Ανυπακοή) αφού, πριν πέσουμε στον λήθαργο της εποχής που μας οδηγεί η ταινία και όσων διαδραματίζονται σ’ αυτήν, μας ξεναγεί για λίγο στα μυστικά του κινηματογράφου και τον χαοτικό κόσμο του, ύστερα μας σέρνει στην υγρασία του Ιρλανδικού τοπίου και μας βυθίζει στις ανθεκτικές προλήψεις, στην ακατέργαστη θρησκοληψία και την παντοδύναμη πατριαρχία της εποχής.
Η Λιμπ (υπέροχη η Φλόρενς Πιου στο ρόλο) είναι αυτή που θα προσπαθήσει όχι μόνο να παρατηρήσει το φαινόμενο και να γνωστοποιήσει το πόρισμά της στις αρχές του τόπου (όλοι, βέβαια, άνδρες), αλλά και να παρέμβει και να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, η οποία είναι καταδικαστική για το 11χρονο κορίτσι και σπουδαία νίκη για τη λιμνάζουσα μικρή πατριαρχική κοινωνία. Η Λιμπ αγωνίζεται εναντίον θεών και δαιμόνων όχι μόνο για τη σωτηρία του κοριτσιού αλλά και για να νικήσει τη λήθη, το σκοτεινό της παρελθόν, τους δικούς της δαίμονες που τους κουβαλάει τυλιγμένους σε ένα φθαρμένο μαντήλι και στα κατάβαθα της ψυχής της.
Την γοτθική ατμόσφαιρα της ταινίας την βοηθούν τα γκρίζα τοπία που έχουν επιλεγεί για τα γυρίσματα, την υποστηρίζει ηχητικά ο Μάθιου Χέρμπερτ με τους υπόκωφους μουσικούς διαδρόμους που μας ανοίγει και κυρίως η διευθύντρια φωτογραφίας Άρι Βέγκνερ η οποία αξιοποιεί τους φορτωμένους ουρανούς του τόπου στα εξωτερικά και δημιουργεί την αναγκαία απειλητική ατμόσφαιρα με απόκοσμες, εφιαλτικές σκιές και σκουροκόκκινα στις εσωτερικές λήψεις της ταινίας κι όλα αυτά συντονισμένα από υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Σεμπαστιάν Λέλιο ολοκληρώνεται ένα ενδιαφέρον δράμα εποχής. Όπως έλεγε ο Ρακίνας «Μια τραγωδία δεν χρειάζεται να έχει αίμα και θάνατο. Είναι αρκετό να είναι γεμάτη από εκείνη τη μεγαλειώδη θλίψη που είναι η τέρψη της τραγωδίας» κι αυτή τη θλίψη τη βρίσκουμε ωραία κρυμμένη στις εσωτερικές ραφές της ταινίας. Να θυμόμαστε ότι όλα μπορεί να τα ξεχάσουμε από μία ταινία και την υπόθεση και την ιστορία και τους συντελεστές και τα πάντα, αυτό που δεν ξεχνάμε ποτέ και με τίποτα είναι η γεύση που μας αφήνει.