Τα πράγματα είναι απολύτως σαφή, τα λέμε εδώ και καιρό. Για την ακρίβεια ορισμένοι από εμάς φωνάζουμε μήπως και η Πολιτεία ξυπνήσει, μήπως και η ελληνική κοινωνία επιτέλους αντιδράσει.
Οι συνθήκες μέσα στις οποίες διεξάγεται η δίκη κατά του νεοναζιστικού μορφώματος του Μιχαλολιάκου είναι αναντίστοιχες με την κρισιμότητα της. Αναντίστοιχες με τη βαρύτητα, που η υπόθεση αυτή έχει και την γκρίζα σκιά που διαπερνά την αίθουσα του δικαστηρίου και εκτείνεται στη χώρα.
Το κλίμα, που από τις 20 Απριλίου του 2015, οπότε και ξεκίνησε αυτή η πολύκροτη δίκη, δεν αντιστοιχεί με τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται οι φερόμενοι ως δράστες, δεν συγκεντρώνει όπως θα έπρεπε το ενδιαφέρον του πολιτικού κόσμου, ούτε και των ΜΜΕ.
Καθυστερήσεις, αναβολές, κωλυσιεργία, διαδικαστικά τερτίπια, προκλήσεις, ψέμματα που μένουν αναπάντητα ή αντιμετωπίζονται με παγερή αδιαφορία από εκείνους, που κατά κύριο λόγο θα πρέπει να απαντηθούν.
Σε αυτές τις συνθήκες, βρίσκεται σε εξέλιξη καθημερινά μία προσωπική τραγωδία. Εκεί, μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου περιφέρονται ανενόχλητοι νεοναζιστές, μια οικογένεια, μια μάνα σηκώνει το πιο βαρύ φορτίο, που μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος.
Η κυρία Μάγδα Φύσσα βρίσκεται από τις 20 Απριλίου του 2015 σε μια αίθουσα δικαστηρίου κάθε μέρα. Κάθε μέρα βρίσκεται μια ανάσα από τον δολοφόνο του παιδιού της, μια ανάσα από εκείνους που ομολόγησαν ότι, είναι οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του γιού τους. Χθες, αυτή η γυναίκα μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, λοιδωρήθηκε με ό,τι πιο βάναυσο, πιο ακραίο, πιο απάνθρωπο μπορεί να ειπωθεί ακόμα και από υπανθρώπους. Μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου αυτό. Υπό το βλέμμα αστυνομικών και δικαστικών Αρχών.
Μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου διαπράχθηκε, πέραν όλων των άλλων, το βαρύ αδίκημα της προσβολής νεκρού. Και δεν κουνήθηκε φύλλο.
Η Πολιτεία απλώς γύρισε πλευρό, με το τέρας του ναζισμού και της μισαλλοδοξίας να μην κοιμάται, αλλά να παραμένει ξάγρυπνο δίπλα της, έτοιμο ανά πάσα στιγμή, κάθε μέρα, κάθε ώρα να χύσει δηλητήριο.