Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου (ευτυχώς ευρώ και όχι δολαρίων, που ο εν δυνάμει κυβερνητικός εταίρος του κ. Τσίπρα θεωρεί εθνικό νόμισμα), είναι βέβαια αν η πολυπόθητη ανάκαμψη θα έρθει το δεύτερο εξάμηνο του 2013 ή «100% το 2014», όπως πιστεύει ο κ. Στουρνάρας. Προϋποθέτει βέβαια αυτή η εξέλιξη, μία λίγο-πολύ ομαλή πολιτική και κοινωνική πορεία τον επόμενο χρόνο, η οποία, αυτή τουλάχιστον τη στιγμή δεν είναι δεδομένη. Όπως δεν είναι δεδομένη και η ανάκαμψη και πολύ περισσότερο η ανάπτυξη, για πολλούς λόγους.
Πρώτον, τώρα που πήραμε τις επόμενες δόσεις και κάναμε ένα βήμα πίσω από το γκρεμό, γίνεται μάλλον σαφές ότι καμία πολιτική δύναμη δεν έχει συγκεκριμένο σχέδιο και συγκεκριμένες πολιτικές για ένα νέο κοινωνικό μοντέλο. Η επιλογή της ΝΔ για πόλωση του πολιτικού σκηνικού και η επιμονή στο κομματικό κράτος, μπορεί να συσπειρώνει δεξιούς ψηφοφόρους, αλλά δείχνει ένα πολιτεύεσθαι στον άξονα του φίλου και του εχθρού: Δημιουργώ προσδοκίες στον φίλο και ξορκίζω τον εχθρό, γιατί ακριβώς δεν έχω θετικό πολιτικό σχέδιο που θα εμπνεύσει και θα συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα πολιτών. Η επικοινωνιακή εκμετάλλευση δε των εξαιρετικά σημαντικών θεμάτων της βίας και της τρομοκρατίας, γίνεται ακριβώς για τη συσπείρωση αυτή και για να στρέψει την προσοχή από άλλα, ακανθώδη. Η προσπάθεια μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ προς μια πιο κεντροαριστερή κατεύθυνση, είναι λογική και καλοδεχούμενη, αλλά είναι μετατόπιση σε επίπεδο φρασεολογίας (όπως κατέδειξαν και οι ημέρες μετά την επιστροφή του κ. Τσίπρα από το εξωτερικό), μετατόπιση προς μια πολυσυλλεκτικότητα που δεν έχει ειρμό και θετικό σχέδιο σε επίπεδο πολιτικών. Με λίγα λόγια, οι δύο βασικοί πόλοι της πολιτικής ζωής, κυριολεκτικά δεν έχουν ιδέα για το τι θα κάνουν.
Δεύτερον, τα δύο κεντροαριστερά κόμματα της συγκυβέρνησης, που και τα δύο συνέβαλαν για να αποφύγουμε την καταστροφή, δεν έχουν πολιτικό πρόγραμμα για το αύριο, για διαφορετικούς λόγους το καθένα… Και τα δύο επιδίδονται σε μια αναπτυξιολογία που δεν πείθει κανέναν και είναι ακριβώς αυτός ένας σημαντικός λόγος που η συμβολή τους μέχρι τώρα δεν αναγνωρίζεται δημοσκοπικά. Αντίθετα, αυτή τη στιγμή οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς είναι οι μόνες που έχουν χάσει μεγάλο μέρος της πολιτικής τους επιρροής και έχουν βρεθεί από το αθροιστικό 20% στις τελευταίες εκλογές, στο αθροιστικό 11% στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Τη στιγμή που σωστά εγκαλούν το ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν προτείνει, οι ίδιες κάνουν το ίδιο, προτείνοντας αποσπασματικά μέτρα, χωρίς ειρμό και κατεύθυνση. Είναι επίσης προφανές ότι αυτά τα δύο κόμματα από μόνα τους, στη σημερινή τους μορφή, με το σημερινό στελεχικό δυναμικό, τις ιδεοληψίες και τον τρόπο που πολιτεύονται, δεν είναι ικανά να προτείνουν ένα θετικό, ριζοσπαστικό μοντέλο ανάπτυξης, σε ένα νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, το οποίο ποτέ δεν στοχάστηκαν και ανέλυσαν ουσιαστικά.
Φαίνεται ότι όλοι περιμένουν την ανάπτυξη να έρθει είτε από το αόρατο χέρι της αγοράς, είτε από κάποιους κοινωνικούς αυτοματισμούς.Τέτοιοι αυτοματισμοί όμως, δεν υπάρχουν. Η ανάπτυξη απαιτεί ανθρώπους με αυτοκριτική και κριτική αντίληψη, ανθρώπους αποφασισμένους να εργαστούν σκληρά για χρόνια και να ανταμοιφθούν μακροπρόθεσμα, ανθρώπους ικανούς να μάθουν και να επανεκπαιδευτούν από την αρχή. Σήμερα πλανάται πάνω από την ελληνική κοινωνία ενας οίκτος, που με πρόσχημα την συμπόνια για τους άλλους, στην ουσία κρύβει την συμπόνια για τον εαυτό μας. Σήμερα ακόμα θρηνούμε έναν τρόπο ζωής και σκέψης που δεν θα έπρεπε να θρηνούμε. We all feel sorry for ourselves. Αυτός ο φαντασιακός οίκτος, η άρνηση της ευθύνης για το χτες και το αύριο, η συνεχής μεμψιμοιρία, δείχνει δυστυχως μια κοινωνία που αρνείται να αλλάξει, γιατί η αλλαγή του τρόπου ζωής και σκέψης είναι οδυνηρά δύσκολη, αλλά και γι’ αυτόν το λόγο λυτρωτική. Έχουμε ευθύνη να πούμε ξεκάθαρα στη νέα γενιά, στους ανέργους, ότι δεν πρέπει να περιμένουν δουλειές που δεν θα έρθουν ποτέ, δουλειές τις οποίες ήταν συνηθισμένοι να ψάχνουν λίγο-πολύ με τους γνωστούς τρόπους. Να τους πούμε ότι όποιος τους πρότεινε και ακόμα τους υπόσχεται τέτοιες δουλειές, τους λέει ψέματα. Ότι τις δουλειές του σήμερα και του αύριο, χρειάζεται να τις δημιουργήσουν οι ίδιοι. Ότι για να δημιουργήσουν, να ανταγωνιστούν, να αποκτήσουν μία νέα ταυτότητα σε έναν ανοικτό κόσμο, όπου η βασική μορφή κεφαλαίου είναι πλέον η δια-πολιτισμική κινητικότητα, χρειάζεται να είναι σκληροί και αδιάλλακτοι με τον κακό εαυτό τους και να αλλάξουν. Χρειάζεται να σπάσουμε το πλέγμα του οίκτου και της μοιρολατρίας και να μην χαϊδεύουμε αυτιά, να μην πουλάμε συμπόνια και να μην παρηγορούμε, αλλά να αφυπνίζουμε. Χρειάζεται, από τον θρήνο του τέλους, να περάσουμε στο τέλος του θρήνου.
Ας μιλήσουμε όμως λίγο πιο συγκεκριμένα για το ποια ανάπτυξη μπορεί να έρθει και πώς. Είναι βέβαιο ότι και οι επενδύσεις από το εξωτερικό και η επανεκκίνηση των «μεγάλων έργων», μπορεί να είναι μέρος μιας εκκίνησης, όμως κάνουν λάθος όσοι συγχέουν μια κάποια επανεκκίνηση με την ανάπτυξη. Κάνουν επίσης λάθος όσοι θεωρούν ότι η συγχώνευση των τραπεζών από μόνη της, χωρίς σοβαρές αλλαγές στη στελέχωση και τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών, μπορεί να δώσει ρευστότητα στην οικονομία. Κάνουν λάθος ακόμα όσοι πιστεύουν ότι για τη μεταρρύθμιση του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αρκούν, κάποια καταπολέμηση της διαφθοράς και ένας στοιχειώδης εξορθολογισμός των δαπανών.
Αυτό το οποίο χρειαζόμαστε είναι ένα νέο κοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε μια νέα επιχειρηματικότητα. Και για να μην γενικολογούμε και γι’ αυτό, το ερώτημα είναι πώς από τους 1.500.000 ανέργους θα δημιουργήσουμε νέους επιχειρηματίες, που θα δημιουργήσουν πλούτο και νέες θέσεις εργασίας. Αν υπάρξει, ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης στην Ελλάδα το 2020; Τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια, είχε δημιουργηθεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο κομματικής διαπλοκής που εναγκάλιζε όχι μόνο το κράτος, αλλά και τις τράπεζες και διαστρέβλωνε το επιχειρηματικό περιβάλλον, ενισχύοντας μη παραγωγικές, μη υγιείς αντιλήψεις και πρακτικές του επιχειρείν. Μ’ αυτό το πλαίσιο, εν μέρει κλονισμένο λόγω της κρίσης αλλά ακόμα ισχυρό, πρέπει επιτέλους να κατανοήσουμε ότι όποια ανάπτυξη έρθει, θα έχει όλα τα αρνητικά των προηγούμενων δεκαετιών.
Χρειάζεται ένας νέος αναπτυξιακός νόμος-πλαίσιο, που θα δίνει τη δυνατότητα για τη δημιουργία μιας νέας επιχείρησης σε μία ημέρα, με το ελάχιστο κεφάλαιο και χωρίς εισφορές προς το ΟΑΕΕ για τα πρώτα τρία χρόνια. Χρειάζεται κατάργηση της υποχρέωσης μιας τέτοιας επιχείρησης να καταθέτει το 50% του ποσού με τραπεζική εγγυητική, προκειμένου να ενταχθεί σε προγράμματα κρατικής ή ευρωπαϊκής επιχορήγησης. Χρειάζονται επιχορηγήσεις σε νέες μορφές δραστηριότητας. Δίνονται ακόμα επιχορηγήσεις για εγκαταστάσεις και φαξ και όχι, π.χ., για χρηματοδότηση επιχειρηματικών ταξιδιών, που τόσο έχουν ανάγκη οι εξαγωγικές επιχειρήσεις. Χρειάζεται ένας νέος οργανισμός καινοτομίας και τεχνογνωσίας, όπως αυτός που δημιουργήθηκε στην Φιλανδία, με προϋπολογισμό 600 εκατ.ευρώ και 360 άτομα προσωπικό, αποτελούμενο από ανθρώπους με τολμηρή σκέψη και γνώση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Χρειάζεται ένα venture capital fund όπως το Finnvera, που βρίσκει καινοτόμες εταιρείες σε πρώιμα στάδια και τις βοηθά να αναπτυχθούν. Η σκανδιναβική εμπειρία έχει δείξει όμως ότι χρειάζονται αρκετά χρόνια και συνεχείς προσπάθειες για να μετατραπούν νέες, πολλά υποσχόμενες εταιρείες, σε επιτυχείς επιχειρήσεις.
Χρειαζόμαστε ένα νέο Πανεπιστήμιο, που αφού αξιολογήσει, θα απολύσει μέλη ΔΕΠ που δεν μπορούν να μορφώσουν και να ερευνήσουν και θα προσλάβει νέους δασκάλους και ερευνητές, με πλήρη διαφάνεια και χωρίς κομματική ανάμειξη. Χρειαζόμαστε αυτό το νέο Πανεπιστήμιο να προσφέρει νέες, ευέλικτες μορφές μόρφωσης και εκπαίδευσης για όσους σήμερα είναι άνεργοι και θέλουν να επανεκπαιδευτούν. Σε πολλά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, πάνω από το 50% των φοιτητών είναι mature students. Εδώ, το πρόγραμμα δια βίου μάθησης του ΑΠΘ, προσφέρει μόνο ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής, ένα πρόγραμμα γλωσσικής κατάρτισης και ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης στον παγκόσμιο ιστό.
Χρειαζόμαστε ένα μη κομματικό – ούτε μονοκομματικό, ούτε τρικομματικό – κράτος, με μία πλήρη αναδιάρθρωση και αναδιάταξη του στελεχικού του δυναμικού. Χρειαζόμαστε μια νέα αγορά, μη ολιγοπωλιακή, εξωστρεφή, παραγωγική και με έναν υγιή και προσανατολισμένο στην πραγματική και καινοτόμα επιχειρηματικότητα τραπεζικό τομέα. Χρειαζόμαστε ένα νέο ευέλικτο και επιτελικό κράτος, ένα νέο, ευέλικτο και εμπνευσμένο Πανεπιστήμιο. Χρειαζόμαστε κυρίως μια νέα αφήγηση για μια νέα ζωή. Χρειαζόμαστε και πολλά άλλα, αρθρωμένα σ’ ένα νέο πολιτικό σχέδιο, από ανθρώπους που θα μπορούν να τα υλοποιήσουν.
Χρειαζόμαστε πολλά, αλλά γίνονται λίγα από αυτά, ενώ συνεχίζουν να γίνονται πολλά από αυτά που γίνονταν τόσα χρόνια. Στη θέση του κ. Στουρνάρα θα ανησυχούσα περισσότερο για το τέλος του 2013 και το 2014. Αν και νομίζω ότι κι αυτός ανησυχεί περισσότερο από όσο θέλει να νομίζουμε.