Το τέλος του «κινηματισμού»

Δημήτρης Καλουδιώτης 22 Ιουν 2017

Ο «κινηματισμός», όπως ονομάστηκε από το Σύριζα,  ξεκίνησε στις συνθήκες της μεταπολιτευτικής ευφορίας. Σ’ εκείνη  την πρώτη τετραετία 74-78  που αποτέλεσε ένα είδος «Μπελ Επόκ» της μεταπολίτευσης, θεωρούσαμε καθήκον να ξοδεύουμε μερικές ώρες της ημέρας καταλαμβάνοντας, κλίνοντας και διαδηλώνοντας στους δρόμους και στις πλατείες, για ψύλλου πήδημα. Ίσως αυτές οι κινητοποιήσεις «αναπλήρωναν» την ευρεία απουσία  από τον αντιδικτατορικό αγώνα.

Μετά ήρθε το ΠΑΣΟΚ και επεξέτεινε το άθλημα στις κωμοπόλεις και τα χωριά της χώρας. Στην συνέχεια επικράτησαν  οι συνδικαλιστικές νομενκλατούρες του δημόσιου τομέα. Έτσι οι κινητοποιήσεις έγινε καθημερινή συνήθεια και, με την διαρκή επικουρία και ιδεολογική κάλυψη του ΚΚΕ, διατηρήθηκε  χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις. Είχε γίνει συνηθισμένη η εικόνα   υπερώριμων μεσηλίκων, με τις προεξέχουσες κοιλιές, να πορεύονται  στους αθηναϊκούς δρόμους. Σαν να έκαναν πορείες για να αδυνατίσουν…

Οι κινηματικές πρακτικές έχουν περιοριστεί και ευπρεπιστεί σε όλη την Ευρώπη και τα διάφορα ξεσπάσματα αποτελούν περισσότερο την εξαίρεση παρά τον κανόνα. Οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν πιο θεσμικούς τρόπους να λύνουν τις διαφορές και τα προβλήματα.

Μετά ήρθαν τα μνημόνια  και ο κινηματισμός επανήλθε δριμύτερος. Οι «αγανακτισμένοι» αποτέλεσαν την κορύφωση. Το καινούργιο ήταν η ενίσχυση και  «ένταξη» της Χρυσής Αυγής στο κινηματικό παιγνίδι και η ανάληψη της πρωτοβουλίας των κινήσεων στην,  σε επαφή με την επάνω, κάτω πλευρά της πλατείας από τον ενιαίο τότε Σύριζα. Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε ως το καλοκαίρι του 2015  όταν ο Σύριζα έκανε την περίφημη τούμπα μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Η στροφή αυτή του Σύριζα έκαψε και τις «κινηματικές» πρακτικές που τον έφεραν στην εξουσία. Ίσως το γεγονός αυτό είναι η μόνη θετική του υπηρεσία στη χώρα. Πρακτικές ωστόσο που αντάμειψαν, τελευταία ελπίζουμε φορά, τα αναχρονιστικά πολιτικά ρεύματα. Το Σύριζα  ο οποίος πρόλαβε, με το μικρότερο αριθμό ψήφων, λόγω της τεράστιας αποχής,  να κερδίσει το περίφημο δεύτερο 35 %  και με την βοήθεια του Καμένου (στις υπώρειες της πάνω πλατείας) να σχηματίσει την πιο αναχρονιστική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης .Αλλά και  την Χρυσή Αυγή την οποία ευτυχώς ψαλίδισε η παραπομπή της στη δικαιοσύνη από την κυβέρνηση Σαμαρά –Βενιζέλου.

Έκτοτε ο κινηματισμός βιώνει λάθρα    στηριζόμενος από το ΚΚΕ και τις σέχτες-νομενκλατούρες της άκρας Αριστεράς. Κάπου,  κάπου  και της Χρυσής Αυγής.

Το ερώτημα είναι εύλογο. Θα περιμένουμε από τον καναπέ μας να οδηγήσουμε σε παραίτηση την χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης διακινδυνεύοντας τις τύχες της χώρας;

Η απάντηση δεν είναι απλή.

Θεσμικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει θέσει εδώ και ένα χρόνο το αίτημα των εκλογών. Το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία γιατί δίνει διέξοδο και ελπίδα  στην δυσφορία των πολιτών. Φαντασθείτε να μην είχε τεθεί αυτό το αίτημα όπως κάποιοι της ελάσσονος  αντιπολίτευσης επιμένουν, προβάλλοντας την δική τους κατάσταση.

Το δεύτερο είναι ότι ακριβώς όπως ετέθη το αίτημα των εκλογών πρέπει κάποια στιγμή  και ανάλογα με τις πρακτικές της κυβέρνησης η δημοκρατική αντιπολίτευση να οργανώσει την λαϊκή παρέμβαση στοχεύοντας όντως  στην παραίτηση της, με μια πχ μεγάλη συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Τα δύσκολα θα έρθουν όταν, και αν, η σημερινή κυβέρνηση τολμήσει να αρνηθεί εμπράκτως τους δημοκρατικούς κανόνες και καταφύγει σε τεχνάσματα. Τότε πράγματι θα αναγκαστούμε να περάσουμε σε γενικευμένες μαζικές πρακτικές.

Φυσικά αυτό δεν εμποδίζει πρωτοβουλίες πολιτών όπως αυτή του «παραιτηθείτε» αλλά με διαφορετική στόχευση και χωρίς  τους συμβολισμούς  οργάνωσης πανεθνικής εμβέλειας   πολιτικών εκδηλώσεων.

Για να πούμε και του στραβού το δίκιο η κατάσταση στη χώρα επιβάλλει μια πιο ενεργό παρέμβαση της αντιπολίτευσης λαβαίνοντας υπόψη και τις ευρωπαϊκές (κυρίως Γαλλικές) εξελίξεις. Η αξιωματική αντιπολίτευση ίσως πρέπει να αποτολμήσει  πιο ανανεωτικές πρακτικές, μεγαλύτερη προγραμματική σαφήνεια και αποφασιστικότητα, διακινδυνεύοντας  την ούτως ή άλλως εύθραυστη εσωτερική της ισορροπία. Οι  «βαρονίες» του παρελθόντος δεν μπορεί να σταθούν εμπόδιο στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας.