Για ακόμη μία χρονιά συνεχίστηκε η καταρράκωση του θεσμού των παρελάσεων που συνδέονται με τις εθνικές επετείους.
Μετά την πρωτοφανή κατάλυση του κράτους από ένα ετερόκλητο πλήθος «αγανακτισμένων» κατά τη διάρκεια της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου 2011, με αποκορύφωμα τα έκτροπα εις βάρος του προέδρου της Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, πολλαπλασιάστηκαν τα φαινόμενα πολιτικής και κομματικής εκμετάλλευσης, τα φαινόμενα ρατσισμού, αλλά και φαινόμενα σεξισμού. Η κρίση έχει θέσει τη χώρα σε μία αργή αλλά σταθερή διαδικασία αλλαγής παραδείγματος, παρόμοια με εκείνες που ακολούθησαν πολέμους και εμφύλιες συρράξεις, αλλά και το πιο πρόσφατο παράδειγμα τη μεταπολίτευση. Ο θεσμός της παρέλασης επιβίωσε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, διατηρώντας από ένα σημείο και μετά ένα ουδέτερο έως αδιάφορο τυπικό, που δεν άλλαζε με τον χρόνο. Παρά τις περιορισμένες φωνές για την σκοπιμότητά τους, οι παρελάσεις είχαν μετατραπεί λίγο – πολύ σε ένα μουσειακό είδος λαϊκής διασκέδασης και η ιδεολογική φόρτιση που τις συνόδευε είχε ξεθωριάσει. Από το 2011, όμως, ο εθιμοτυπικός χαρακτήρας των παρελάσεων έδωσε τη θέση του σε ένα πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, που ενώ λίγο έχει να κάνει με τον ίδιο τον θεσμό, ταυτόχρονα τον υπονομεύει και τον οδηγεί γρηγορότερα στην πλήρη απαξίωση. Το πολιτικό παιχνίδι παίχτηκε αυτή τη φορά με φόντο τις συλλήψεις βουλευτών και στελεχών του νεοναζιστικού μορφώματος. Με το ψευδεπίγραφο πρόβλημα της πρόσκλησης ή μη όσων βουλευτών της Χρυσής Αυγής δεν είναι στη φυλακή, το πολιτικό σύστημα ήρθε αντιμέτωπο με τις συνέπειες των επιλογών του τον περασμένο μήνα. Το πολιτικό σύστημα βρίσκεται μετέωρο σε αμηχανία και σύγχυση, καθώς δεν γνωρίζει πώς πρέπει τελικά να αντιμετωπίσει το κόμμα που ήδη έχει χαρακτηριστεί από ανώτατες εισαγγελικές αρχές ως εγκληματική οργάνωση, δηλαδή, τουλάχιστον ένα τμήμα του εντός του κομματικού σχηματισμού. Η αμηχανία και η σύγχυση έφτασαν μέχρι την αξιωματική αντιπολίτευση όταν στο εσωτερικό της ξέσπασε μία μίνι πολιτική κρίση για το αν θα έπρεπε ή όχι να υπερψηφίσει τη διακοπή της χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής. Η αμφιθυμία του πολιτικού προσωπικού, οι ταλαντεύσεις και τα πισωγυρίσματα σε σχέση με την παρουσία ή όχι των εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος στις εξέδρες μαζί με τους νεοναζιστές βουλευτές, εκτός από σύγχυση, φανέρωσαν και μία διάθεση απροκάλυπτης πολιτικής εκμετάλλευσης με στόχο τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του ακροδεξιού μορφώματος. Παράλληλα, για ακόμη μία χρονιά, συνεχίστηκαν οι ρατσιστικές αντιδράσεις για το αν δικαιούται μια αλβανίδα μαθήτρια ή ένας σκουρόχρωμος μαθητής να σηκώσουν την ελληνική σημαία. Η σύγχυση είναι πλέον πλήρης. Ορκισμένοι εχθροί της παρέλασης και διαπρύσιοι υποστηρικτές της κατάργησής της ζητωκραυγάζουν υπέρ της παρέλασης κάθε φορά που περνάει σημαιοφόρος αφρικανικής καταγωγής ή σε αναπηρικό καροτσάκι. Από την άλλη μεριά, ενθουσιώδεις οπαδοί της παρέλασης ξεσπούν σε άθλια σεξιστικά σχόλια και υπονοούμενα κάθε φορά που περνάει μία μαθήτρια με μίνι ή μία εκπαιδευτικός με εφαρμοστό παντελόνι και ψηλό τακούνι. Από τη στιγμή που η παρέλαση έπαψε να είναι ένα αποστειρωμένο απομεινάρι του παρελθόντος και μετατράπηκε σε πολιτικό διακύβευμα, ήρθε η ώρα για την οριστική κατάργησή της.