Η ελληνική κυβέρνηση ανυπομονεί για την 20ή Αυγούστου ώστε να πανηγυρίσει την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια. Εκτός, όμως, από τις δικές της ολιγωρίες – ελάχιστα από τα προαπαιτούμενα έχουν ολοκληρωθεί, ενώ ακόμα δεν έχουν εκπληρωθεί οι προϋποθέσεις για την καταβολή της τελευταίας δόσης της τρίτης αξιολόγησης –, φαίνεται ότι και το διεθνές περιβάλλον «συνωμοτεί» εναντίον της.
Αυτή τη φορά, η πίεση έρχεται από τη γειτονική μας Ιταλία. Η ιταλική οικονομία έχει αναπτυχθεί ελάχιστα μετά την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη. Υστερα από ορισμένες σημαντικές μεταρρυθμίσεις τη δεκαετία του 1990, η χώρα σταμάτησε να υλοποιεί μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την παραγωγικότητά της, ενώ ταυτόχρονα η δημογραφική της γήρανση αλλά και μέτρα που ελήφθησαν τα πρώτα χρόνια της κρίσης διόγκωσαν το ήδη τεράστιο χρέος της. Ας μην ξεχνάμε ότι το 2012 ως όριο βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους τέθηκε το 120% του ΑΕΠ διότι… αυτό ήταν το ύψος του ιταλικού χρέους εκείνη την περίοδο. Εκτοτε, το χρέος της Ιταλίας έχει ξεπεράσει το 130% του ΑΕΠ, παρά την οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών αλλά και τη σημαντική βοήθεια που προσέφερε η αποκλιμάκωση των επιτοκίων μέσω των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ανέδειξαν μια λαϊκιστική ευρωσκεπτιστική πλειοψηφία. Το πρόγραμμα της συμμαχίας των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας προέβλεπε μεγάλες μειώσεις φόρων και αυξήσεις δαπανών που θα μπορούσαν εύκολα να εκτοξεύσουν το δημόσιο χρέος σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Ταυτόχρονα σε κείμενο που διέρρευσε στον Τύπο αλλά αργότερα αποσύρθηκε, υπήρχαν αναφορές για απαίτηση ακύρωσης του χρέους της Ιταλίας που διακατέχει η ΕΚΤ. Παρόμοιες απόψεις είχε διατυπώσει και ο υποψήφιος υπουργός Οικονομικών τής υπό σχηματισμό κυβέρνησης. Σχεδόν αναπόφευκτα, μια τέτοια απαίτηση θα οδηγούσε σε σφοδρή σύγκρουση με άλλες χώρες της ευρωζώνης. Οι αγορές θορυβήθηκαν και οι αποδόσεις του ιταλικού χρέους αυξήθηκαν απότομα και σημαντικά.
Οπως και σε προηγούμενη αναταραχή στις διεθνείς αγορές πριν από λίγους μήνες, αυτές τις ημέρες οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αυξήθηκαν σημαντικά λόγω της ιταλικής κρίσης και δυσκολεύουν την έξοδο της χώρας στις αγορές. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις, τα επενδυτικά κεφάλαια εγκαταλείπουν τις θέσεις τους στους «αδύναμους κρίκους» και κατευθύνονται στα «ασφαλή λιμάνια» των αμερικανικών, γερμανικών ή ιαπωνικών ομολόγων. Επιπρόσθετα, αντίθετα με άλλες χώρες που βγήκαν από τα δικά τους Μνημόνια με αξιοσημείωτο δυναμισμό και εκμεταλλεύτηκαν την ιδιαίτερα θετική διεθνή συγκυρία της περιόδου 2015-2017, η ελληνική οικονομία δεν δείχνει παρόμοιο δυναμισμό και η διεθνής συγκυρία έχει αρχίσει να αντιστρέφεται (χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης παγκοσμίως, υψηλότερη τιμή πετρελαίου, αναστροφή χαλαρής νομισματικής πολιτικής κ.λπ.). Ενόψει της εξόδου από τα Μνημόνια, δημοσιονομικά μέτρα έχουν προνομοθετηθεί για τα επόμενα χρόνια, η κυβέρνηση έχει ήδη αποδεχθεί αυξημένη εποπτεία από τους δανειστές και κατά πάσα πιθανότητα συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή/και ιδιωτικοποιήσεις θα συνδεθούν με ελαφρύνσεις του χρέους. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν έχουμε καθαρή έξοδο, αλλά το τέταρτο Μνημόνιο είναι ήδη εδώ. Επομένως, είναι απορίας άξιον γιατί η κυβέρνηση δεν επιδιώκει να έχει το μεγάλο πλεονέκτημα των Μνημονίων, δηλαδή τη φτηνή χρηματοδότηση, μέσω της αίτησης για προληπτική πιστωτική γραμμή (αν και είναι πιθανό ότι κάποιοι εταίροι μας δεν είναι ακόμα έτοιμοι να συμφωνήσουν με αυτό).
Τέλος, η αναταραχή στην Ιταλία περιπλέκει την υπόθεση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Από τη μια πλευρά, γίνεται περισσότερο έκδηλο ότι για να καταστεί το ελληνικό χρέος διατηρήσιμο και να μην απειλείται η βιωσιμότητά του από αναταραχές στη γειτονιά μας ή μακρύτερα, απαιτείται μια γενναία αναδιάρθρωσή του. Ομως, από την άλλη πλευρά, αν η όποια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θεωρηθεί προπομπός αναδιάρθρωσης του, πολύ μεγαλύτερου σε απόλυτους όρους, ιταλικού χρέους, είναι αμφίβολο αν οι εταίροι μας δεχθούν να κάνουν οποιαδήποτε παραχώρηση στην Ελλάδα στην παρούσα φάση.