Πάνε 55 χρόνια από τότε που ο Ντάνιελ Μπελ έγραφε το «Τέλος της ιδεολογίας». Εκεί ισχυριζόταν ότι οι ιδεολογίες δεν έχουν πλέον να παίξουν κανένα ρόλο στη συγκρότηση του μεταπολεμικού κόσμου. Οι όποιες αντιθέσεις συμφερόντων και αξιών θα μπορούσαν να επιλυθούν στο πλαίσιο της πλουραλιστικής συναίνεσης και της τήρησης των «κανόνων του παιχνιδιού».
Σχεδόν 30 χρόνια μετά ο Φράνσις Φουκουγιάμα πρόβλεψε το τέλος της Ιστορίας και τον θρίαμβο του φιλελευθερισμού. Σήμερα από πολλούς τίθεται το ερώτημα αν έχουμε ήδη εισέλθει στην εποχή του τέλους της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Όταν κάποιος αναφέρεται στη φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να έχει κατά νου ότι το κύριο στοιχείο της είναι το Κοινωνικό Συμβόλαιο, όπως αυτό προκύπτει από τους θεσμούς της λαϊκής κυριαρχίας. Όταν πάσχουν οι θεσμοί της λαϊκής κυριαρχίας, όταν δηλαδή η πολιτική υποκαθίσταται από όργανα που δεν έχουν λαϊκή νομιμοποίηση, τότε πάσχει και το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη. Ο διακυβερνητικός της χαρακτήρας θέτει σε πρώτη σειρά τα συμφέροντα των εθνών-κρατών και όχι της κοινής τους πορείας.
Αυτό άλλωστε εξέφρασε ο κ. Σόιμπλε, όταν αναφερόμενος σε μια ρήση του Γκέτε δήλωσε ότι ο καθένας οφείλει να κοιτάξει την πόρτα του και αυτό θα ωφελήσει τη συνοικία. Ο Γκέτε υπενθύμιζε το βολτερικό «ο καθένας ας καλλιεργήσει τον κήπο του». Μόνο που κατά τον Βολτέρο αυτός ο κήπος ήταν η έκφραση της οικουμενικότητας εντός του ατόμου, ενώ για τον -κατά Βαρουφάκη διανοούμενο- Σόιμπλε αυτή η πόρτα δεν ανήκει στο Κοινό Σπίτι που λέγεται Ευρώπη.
Πόσο μακριά είμαστε από την εποχή του Ντελόρ; Τώρα από τη μια οι Ευρωπαίοι εταίροι και από την άλλη η ελληνική κυβέρνηση νοιάζονται μόνο για την «πόρτα» τους. Και οι δύο επικαλούνται τους πολίτες τους, αλλά κανένας τους το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι.
Όσο όμως οι μεγάλες αποφάσεις δεν εκφράζουν μεγάλους και κυρίως πολιτικά και κοινοβουλευτικά νομιμοποιημένους συμβιβασμούς, τόσο η πολιτική εκπροσώπηση θα καταρρέει και θα κάνει χώρο είτε στους δήθεν τεχνοκράτες είτε στα καθόλου δήθεν τέρατα του ναζισμού.
Μια τέτοια πολιτική οδηγεί την γκάμα των διαθέσεων των πολιτών στην Ε.Ε. να κινείται από την πολιτική απάθεια έως το μίσος και την απέχθεια έναντι των πολιτικών των φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο και η Λαϊκή Κυριαρχία όμως είναι ο κοινός τόπος συνάντησης του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Και για τα δύο ιδεολογικά ρεύματα η δημοκρατία είναι ένα πεδίο εντός του οποίου οι κοινωνικές συγκρούσεις αποκρυσταλλώνονται σε αμοιβαία αποδεκτές κοινωνικές συμφωνίες. Είτε το κίνητρο αυτών των συμφωνιών είναι οι τρεις αρχές του Χομπς «ανταγωνισμός, δυσπιστία, δίψα για εξουσία» είτε η χεγκελιανή τάση «για προσωπική αναγνώριση» είτε τα κατά Σμιθ και Μαρξ συμφέροντα που προκύπτουν από τον καταμερισμό εργασίας, σ’ όλες τις περιπτώσεις η πολιτική είναι έκφραση των μεγάλων υποχωρήσεων των επιμέρους συμφερόντων για χάρη των γενικών.
Αυτό το μοντέλο της πολιτικής δεν έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του, αλλά αυτοί που υποτίθεται ότι το αντιπροσωπεύουν, έχουν από καιρού ξεχάσει ποιες είναι αυτές. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η πολιτική ως επάγγελμα και οι πολιτικοί ως επαγγελματίες έχουν εξαντλήσει τις δικές τους δυνατότητες στην αναζήτηση της αλήθειας. Γι’ αυτό και στη σημερινή πολιτική σκηνή αληθές είναι το προσωπικό όφελος (εξ ου και οι οβιδιακές μεταμορφώσεις) και ψευδές το δημόσιο συμφέρον.
Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο αν δεν ανακαλύψουμε το πρωτείο της πολιτικής έναντι της οικονομίας (εδώ διάβαζε συμφέροντα μεγάλων εταιρειών και λόμπι) και έναντι των προσωπικών φιλοδοξιών. Είναι αυτή η επιδίωξη ιδεαλιστική; Θα έλεγα πως είναι.
Αν όμως θέλουμε να ανασάνουμε από το άγχος που γεννά η φθορά της σημερινής δημοκρατίας και αν μας ενδιαφέρει η προοδευτική Αριστερά, οφείλουμε να σκύψουμε στην ιδεαλιστική πηγή των αρχών του κλασικού φιλελευθερισμού. Οχι μόνο δεν πρέπει να αφήσουμε τον φιλελευθερισμό να πεθάνει, αλλά θα πρέπει να κάνουμε στόχο αυτής της Αριστεράς την αναγέννησή του.
Σ’ αυτή την προσπάθεια δεν συμβάλλουν απόψεις όπως αυτή του Μπαντιού ότι «η ελευθερία της γνώμης είναι η ελευθερία να μην καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει. Αυτή η ελευθερία στην πραγματικότητα είναι σκλαβιά». Σ’ αυτή την περίπτωση αυτοί που καταλαβαίνουν είναι οι επαγγελματίες επαναστάτες. Καταλαβαίνουν για όλους τους άλλους και αποφασίζουν για τη ζωή τους με τα γνωστά λενινιστικο-σταλινικά αποτελέσματα.
Απόψεις σαν αυτές που βλέπουν στον φιλελευθερισμό μόνο την αρχή του ανταγωνισμού και σαν αυτή του Μπαντιού που βλέπουν την ελευθερία της γνώμης ως σκλαβιά συναντώνται σ’ ένα σημείο: στην αμφισβήτηση των αρχών του συμβολαίου ανάμεσα στην ισότητα και την ελευθερία. Βλάπτουν και οι δύο την Ευρώπη, αλλά και την κοινωνία.