Εν τέλει, φθάσαμε στο τέλος των αυτοπροσδιορισμών μαζί με την απαισιοδοξία που εγκιβωτίζει ο απολογισμός του 2015. Όμως, η κοινωνία, με τις κίβδηλες βεβαιότητες και παρά την ιδεολογική αποτυχία και τις αυτοπροσδιοριστικές αναιρέσεις, είναι «παρούσα». Είναι «παρούσα» μη αποδεχόμενη την απομάγευση και αποκαθήλωση των αυτοπροσδιορισμών.
Μήπως φθάσαμε στο τέλος των αυτοπροσδιορισμών και σε θέματα που άπτονται της αξιοκρατίας; Η κοινωνία των Ελλήνων είναι «παρούσα», βαθειά περιφρονητική στους αστικούς θεσμούς, στη ρεφορμιστική κουλτούρα των μεταρρυθμίσεων και του συμβιβασμού. Βαριά εθισμένη στην αντίληψη ενός εντυπωσιακού σε διαστάσεις και συνεκτικές εξαρτήσεις πελατειακού κράτους, αναζητά με όρους δικαιωματισμού καταφύγιο στην ιδεολογία της ιδιαιτερότητας. Είναι «παρούσα» ιδεοληπτικά παγιδευμένη σε μύθους. Οι μύθοι ως συλλογικό υπόβαθρο αναφοράς, κατακλύζουν το συλλογικό φαντασιακό και συντελούν στην προσδοκία ενός ιδιόμορφου μεσσιανισμού. Με το διαπιστευτήριο της πλαναισθησίας, διεκδικούν την υπεραξία της αυθεντικότητας. Άλλωστε, αυτό το πολιτικό σύστημα των ελίτ, αναπαράγεται μέσα από την φτώχια των πολλών, που πιστεύουν σε μύθους.
Ο μυθικός λόγος, σε αντίθεση με τον ορθό λόγο, συνδέθηκε με την εξουσία και έχει βρει την «πληθυντική» του έκφραση στον λαϊκισμό της τρέχουσας πολιτικής και ειδικότερα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αρχή της είναι ότι η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ελέγχει. Το χρήμα έχει δικαίωμα να ομιλεί, αποφάνθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Για ισότητα και ανοικτά κοινωνικά ζητήματα που άπτονται των δικαιωμάτων, απευθυνθείτε σε γυναίκες, ανέργους, μειονότητες κάθε μορφής και αστέγους. Θα σας υποδείξουν το πολιτικό σύστημα που ζούμε. Άλλωστε αυτό το αποκαλύπτει και το εμφαίνει η φρικαλέα άνοδος της ανεργίας και των κοινωνικών ανισοτήτων, η οποία υπονομεύει την αίσθηση της κοινής πολιτείας για τους ανθρώπους και έχει ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της εξουσίας του χρήματος.
Αντίθετα, ο διαφωτισμός, η αμερικανική και γαλλική επανάσταση, ήταν όλα απότοκα του ορθού λόγου. Είναι κοινή η πεποίθηση ότι η σημερινή πραγματικότητα που φέρει το τραγικό στίγμα των απωλειών, αντιπροσωπευτική μιας Ελλάδας της κρίσης, αντικαθιστά τη φαντασία επειδή την υπερβαίνει και επομένως δεν θα μπορούσε να επινοηθεί. Στη σημερινή αυτή πραγματικότητα, χαρακτηριστική της διαρκούς κρίσης του πολιτισμού, η κοινωνία κουρασμένη, εξοργισμένη, παραπλανημένη, ηττημένη, μοιρολατρική, οικειοποιώντας τη φρίκη, αναζητά το αντίδοτο στην πίστη, στις πανάκειες. Είναι η πίστη που μας περιβάλλει και θα γκρεμιστεί τελευταία.
Στην ελλειμματική εποχή μας που τα υποκείμενα εκπίπτουν σε τυχαία, αδιάφορα και ασήμαντα «συμβεβηκότα», η κοινωνία είναι βυθισμένη στις αμφιθυμίες και αντιθέσεις. Νομιμοποιεί την πλήρη απελευθέρωση από την υποχρέωση συνέπειας μεταξύ λόγων και έργων, φαντασίας και πραγματικότητας. Αυτό το κάνει υπακούοντας στην επιταγή μίας πολιτικής ορθότητας, σε αντίστιξη με την απόρριψη της ορθολογικότητας των μεταρρυθμίσεων ως μια «παράδοξη» ασυμμετρία του ορθοφιλελευθερισμού. Μία νέα επιταγή που καλείται σήμερα να εκπληρώσει ο Έλληνας πολίτης είναι και αυτή της αισιοδοξίας και της απώθησης του στοχασμού που αφορά τις απώλειες. Αποκομμένος από την αλήθεια της εσωτερικής του εμπειρίας, τα συμβάντα της γκρίζας επικαιρότητας και την αχλύ της απαισιοδοξίας. Εξάλλου η απόγνωση είναι εν γένει σκοτεινή, γκρίζα και ελάχιστα ομολογημένη. Το «έσο αισιόδοξος» αναγορεύεται σε υπέρτατη αξία. Το ζητούμενο είναι η αποφυγή του πένθους των απωλειών και η επίπλαστη αισιοδοξία μέσα από μία σειρά από μικρές και μεγάλες αυταπάτες, για το επερχόμενο τέλος της τραγωδίας.
Η κατασκευή ενός προσωπείου του «φαίνεσθαι» που απονευρώνει τον πυρήνα του στοχασμού και καταβροχθίζει ιδεολογίες, στάσεις ζωής και άβολα συναισθήματα. Και αυτό διότι τα επιφαινόμενα φαντάζουν πιο ελκυστικά από το αληθινό βάρος των στιγμών και την αυτεπίγνωση. Στην κατασκευασμένη και εικονική αυτή τάξη πραγμάτων, δεν έχουν θέση οι καταθλιπτικοί και οι πενθούντες. Στη σημερινή Ελλάδα με την υποδειγματική άγνοια του ορατού διακυβεύματος, τίποτε δεν είναι συχνότερο, ιδίως στη νεότητα από την αρνητικότητα της μέμψης. Αλλά το συχνότερο παράπονό της είναι ότι τα ιδεώδη της φαντασίας δεν πραγματώνονται. Ότι εκείνα τα υπέροχα όνειρα, καταστρέφονται από την παγερή πραγματικότητα. Είναι τα ιδεώδη εκείνα που στον ταξίδι της σημερινής σκληρής πραγματικότητας, αποτυγχάνουν και συντρίβονται πάνω στον σκόπελο ενός οιονεί υπερφυσικού πεπρωμένου. Είναι η ίδια νεότητα που με σεχταριστική «καθαρότητα» απαιτεί την επιστροφή των χρόνων της νιότης της και των ματαιωμένων συναισθημάτων της.
Όμως, η σημερινή Ελλάδα βρίσκεται στην αμείλικτη καμπή μεταξύ τραγωδίας και παρωδίας. Οι στιγμές είναι κυριολεκτικά ιστορικές, θανάσιμα κρίσιμες και αυτό το σημαίνουν χίλια σημάδια. Ήδη άρχισε να ηχεί η μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων, όπως περιγράφει τις επερχόμενες συμφορές ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η μελαγχολική πρόγνωση ότι εάν η σημερινή Ελλάδα:
– Δεν αποφύγει το σάλπισμα μιας επιστροφής στο παρελθόν, (δεν αρκεί απλά να το παραβλέψουμε, οφείλουμε να το υπερβούμε),
– Δεν συμφιλιωθεί με το “παράδοξο” της ασυμμετρίας των μεταρρυθμίσεων (υπερβαίνοντας τις αναστολές που μας απονεκρώνουν) και
– Δεν γίνει ανταγωνιστική, ιδίως μέσω της επένδυσης στη γνώση,
τότε είναι ορατός ο κίνδυνος να παραμείνει σε διαρκή διάσταση με την ίδια την ιστορία και να συντριβεί στο χάος του παραλογισμού και των ιστορικών συγκρούσεων. Άλλωστε, η είσοδος στην κόλαση δεν αφήνει κανένα περιθώριο σωτηρίας. Ο Νίτσε έλεγε ότι δεν υπάρχει δημιουργία χωρίς κάποια μορφή λήθης. Πράγματι, για να γεννηθεί κάτι καινούργιο, η μνήμη πρέπει να απαλλαγεί από το έρμα του παρελθόντος. Το πραγματικό μυστήριο του κόσμου είναι το ορατό και είναι η ιστορική αναγκαιότητα των εμβληματικών μεταρρυθμίσεων, όσο στενό και αν είναι ακόμη το μονοπάτι της συνειδητοποίησης διότι οι εμπειρίες που έρχονται θα παρασύρουν πρωταγωνιστές και αυταπάτες.