Οι δηλώσεις κάνουν την πολιτική ή η πολιτική δίνει βάση για δηλώσεις; Αν ίσχυε το πρώτο, η λιτότητα θα είχε (σχεδόν) τελειώσει. Επειδή δεν ισχύει ούτε το δεύτερο, οι δηλώσεις που προσπαθούν να δημιουργήσουν μιαν άλλη πραγματικότητα συνεχίζονται –και θα συνεχιστούν.
Το τέλος της λιτότητας ανακήρυξε μονομερώς ο Γάλλος Υπουργός Οικονομικών, με την ευκαιρία της παράτασης που δόθηκε στη χώρα του για την επίτευξη του στόχου του 3% του ελλείμματος. Πιο συγκρατημένα, αλλά προς την ίδια κατεύθυνση, ο Έλληνας ομόλογός του φάνηκε σίγουρος, σε συνέντευξη του σε γερμανική εφημερίδα, ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας. Είναι αλήθεια ότι και οι δύο απηχούν μια νέα πραγματικότητα που πάει να δημιουργηθεί στην Ευρώπη: μετά την αποδοχή ως αυτονόητης της ανάγκης αλλαγής «μίγματος» πολιτικής, δεν θα έπρεπε να έχει έρθει η ώρα για πραγματική αλλαγή;
Θα έπρεπε, αν οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν με λογικό και ευθύγραμμο τρόπο: αν κάτι δεν λειτουργεί, και το βλέπουμε ότι δεν λειτουργεί, θα το αντικαθιστούσαμε με κάτι άλλο, σε αντίθετη, αν όχι αντίστροφη, κατεύθυνση. Μόνο που η πολιτική, ειδικά στην Ευρώπη, δεν διαμορφώνεται έτσι. Το «τέλος της λιτότητας» έχει να αντιμετωπίσει τα εξής, τουλάχιστον, εμπόδια, κάποια από τα οποία φαντάζουν, προς το παρόν, σχεδόν ανυπέρβλητα:
-Ο κανόνας της «με κάθε τρόπο διόρθωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος» είναι, από την αρχή της κρίσης, ο γερμανικός κανόνας. Εγκατάλειψή του θα σήμαινε αποδοχή προπατορικού λάθους, που θα δημιουργούσε ερωτηματικά και ρωγμές στη γενικότερη γερμανική κυριαρχία. Γι’ αυτό η συγκεκριμένη «μη διόρθωση» πολύ φοβούμαι ότι λίγο θα επηρεαστεί από το αποτέλεσμα των επερχόμενων γερμανικών εκλογών -των οποίων, εξάλλου, το αποτέλεσμα πολύ δύσκολα θα είναι επαναστατικό
-Η Γερμανία και η λογική της δεν είναι μόνες τους σε αυτόν τον αγώνα επιρροής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο εσωτερικό της μεγαλύτερης χώρας της Ευρώπης η «γραμμή της Καγκελαρίου» είναι κάθε άλλο παρά η πιο ακραία, όχι μόνο γιατί αυξάνονται οι ευρωσκεπτικιστές αλλά και γιατί στο ίδιο της το κόμμα πληθαίνουν οι φωνές υπέρ της «πραγματικής ορθοδοξίας»: θα είναι ενδιαφέρον να δούμε τι κατάληξη θα έχει η προσπάθεια μέρους των χριστιανοδημοκρατών να μην πάρει η Γαλλία περισσότερο από ένα χρόνο παράταση, αντί των δύο που ζητά. Αλλά και άλλες χώρες, παρόλο που και στις ίδιες αρχίζουν να γίνονται εμφανείς οι συνέπειες της γερμανικής γραμμής, συνεχίζουν σθεναρά να στηρίζουν αυτή τη γραμμή: Αυστρία (η πρωταθλήτρια Ευρώπης στην απασχόληση), Ολλανδία (παρά κάποιες πρόσφατες φραστικές διαφοροποιήσεις), Φινλανδία, Σουηδία (ως υποδείγματα, ίσως, μιας αντι-σοσιαλδημοκρατίας), αρκετές χώρες του «ανατολικού μπλοκ» (πιθανώς γιατί αισθάνονται ότι αυτή η κρίση δεν είναι δικό τους πρόβλημα)
-Η γραμμή διάσπασης της λιτότητας δεν έχει ακόμα οργανωθεί σε πραγματική θεωρία. Καλός είναι ο Κρούγκμαν, αλλά οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται και δεν επηρεάζονται από το Πρίνστον. Οι πολιτικοί που στηρίζουν την αλλαγή πορείας στην Ευρώπη είτε είναι αδύναμοι είτε δίνουν την εντύπωση ότι το κάνουν για λόγους εθνικής σωτηρίας και συγκυρίας (δυστυχώς οι Γάλλοι ανήκουν και τις δύο κατηγορίες). Δεν έχουν, ιδίως, απαντήσει στο ερώτημα, που διάχυτα απασχολεί και τα κοινωνικά σώματα, πώς θα αποφευχθούν, αν «πέσει χρήμα στην αγορά», νέες φούσκες και πώς δεν θα αναστραφούν οι σίγουρα αιματηρές πάντως διόλου ασήμαντες δημοσιονομικές εξυγιάνσεις των τελευταίων χρόνων.
Γερμανική επιμονή, αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων, έλλειψη απήχησης στις ελίτ και ενσάρκωσης στα μάτια στων κοινωνιών, «ηθικό κόστος»: οι λόγοι για συνέχιση της λιτότητας είναι, ακόμα, ισχυροί, παρά την εμπειρία της πραγματικότητας, και πάντως ισχυρότεροι από τις όποιες δηλώσεις. Γι’ αυτό πρέπει να περάσουμε, επειγόντως, από τις δηλώσεις στις πράξεις.