Βρισκόμαστε μπροστά στην αρχή του τέλους της κρίσης στην ευρωζώνη; Μετά τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σύμφωνα με τις οποίες θα παρεμβαίνει στη δευτερογενή αγορά όπου θα μπορεί να αγοράσει απεριόριστης ποσότητας κρατικά ομόλογα, μετά και τη θετική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας που ανοίγει τον δρόμο για τη λειτουργία του μόνιμου μηχανισμού διάσωσης, διαφαίνεται ότι η κρίση στην ευρωζώνη μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να τιθασευθεί. Στην ευρωζώνη συνολικά – όχι κατ’ ανάγκην και στην Ελλάδα.
Η διαφαινόμενη έξοδος από την κρίση δεν σημαίνει ότι θα επιλυθούν και τα δομικά, τα αρχιτεκτονικά προβλήματα, τα ελλείμματα και οι ατέλειες του συστήματος της Νομισματικής Ενωσης. Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων απαιτούνται παρεμβάσεις μακροχρόνιου χαρακτήρα, που πάντως έχουν δρομολογηθεί και προετοιμάζονται από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ. Οι πολιτικές αποφάσεις θα ληφθούν τον Δεκέμβριο και θα καλύπτουν τέσσερις επιμέρους τομείς: α) την προώθηση της τραπεζικής ένωσης για την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε ήδη τις δικές της προτάσεις, β) την προώθηση της δημοσιονομικής ένωσης, γ) την ολοκλήρωση της οικονομικής ένωσης ως απαραίτητο συμπλήρωμα της νομισματικής ένωσης, δ) την εγκαθίδρυση της πολιτικής ένωσης με θεσμούς και διαδικασίες για την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της ευρωζώνης και συνολικά της ΕΕ.
Από τις αποφάσεις αυτές συνάγονται συμπεράσματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και για την Ελλάδα. Πρώτον, πιστοποιούν την αποφασιστικότητα πολιτικών και θεσμικών ηγεσιών για την προάσπιση του ενιαίου νομίσματος και τη θωράκισή του ώστε να λειτουργεί ομαλά και «ενοποιητικά». Επιβεβαιώνεται έτσι η θεμελιώδης αρχή πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το ενιαίο νόμισμα – του αμετάκλητου, μη αναστρέψιμου χαρακτήρα. Το ευρώ ήρθε για να μείνει. Και θα μείνει. Οι Κασσάνδρες που προβλέπουν διάλυση της ευρωζώνης θα διαψευσθούν. Οταν τα πράγματα φθάνουν στο έσχατο όριό τους και το ενιαίο νόμισμα κινδυνεύει, όταν δηλαδή «ο κόμπος φθάνει στο χτένι», λαμβάνονται οι αναγκαίες αποφάσεις. Το εγχείρημα ευρωπαϊκή ενοποίηση, θεμελιακό στοιχείο του οποίου αποτελεί το ευρώ, δεν εγκαταλείπεται.
Δεύτερον, οι αποφάσεις της ΕΚΤ πιστοποιούν τον ρόλο και τη σημασία των υπερεθνικών, ανεξάρτητων θεσμών στην ΕΕ – οι οποίοι λειτουργούν «έξω» και «πάνω» από τον ασφυκτικό έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων και μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις με (ειδική) πλειοψηφία και όχι με το αδιέξοδο σύστημα της ομοφωνίας. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ μπόρεσε να λάβει τις αποφάσεις που έλαβε γιατί λειτουργεί ως ανεξάρτητος θεσμός του συστήματος. Σε διαφορετική περίπτωση είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Γερμανία θα είχε «μπλοκάρει» τη λήψη τους. Από μια διαφορετική οπτική, η λειτουργία των ανεξάρτητων, υπερεθνικών θεσμών πιστοποιεί ότι, στο πλαίσιο της λειτουργίας τους, ακόμη και οι ισχυρότερες χώρες μέλη του συστήματος μπορούν να ηττηθούν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ηττήθηκε μια εξόχως δογματική, άκαμπτη γερμανική αντίληψη για τον ρόλο της ΕΚΤ αλλά και για την έκταση και το περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής γενικότερα. Είναι εμφανές συνεπώς ότι η Γερμανία δεν είναι τόσο παντοδύναμη όσο πιστεύεται. Αλλά, επίσης, χρειάζεται να είναι εξίσου εμφανές ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας της ευρωζώνης δεν μπορεί να γίνει παρά με την πλήρη σύμπραξη της Γερμανίας. Η απομόνωση του Βερολίνου ως θεσμική κατάσταση δεν εξυπηρετεί κανέναν, ούτε βεβαίως τη διαδικασία της ενοποίησης. Και αυτό φαίνεται να το καταλαβαίνει πρώτα απ’ όλους η Ανγκελα Μερκελ.
Τρίτον, οι αποφάσεις της ΕΚΤ έχουν πολλαπλή θετική σημασία για την Ελλάδα, αν και η χώρα μας δεν πρόκειται να επωφεληθεί άμεσα απ’ αυτές. Πρώτα απ’ όλα, η άρση της αβεβαιότητας γύρω από τη βιωσιμότητα του ευρώ, η έξοδος από την κρίση και η σταθεροποίηση της ευρωζώνης λειτουργούν ευεργετικά για εμάς. Στις νέες αυτές συνθήκες οποιαδήποτε σκέψη για εγκατάλειψη του ευρώ καθίσταται ζημιογόνος, καθώς θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά και θα ακύρωνε το αξίωμα το οποίο θέλουν ακριβώς να στηρίξουν οι αποφάσεις της ΕΚΤ – του αμετάκλητου χαρακτήρα της ευρωζώνης. Επομένως εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα παραμείνει μέλος της ευρωζώνης, εφόσον βεβαίως και η ίδια εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Παράλληλα, η Ελλάδα θα επωφεληθεί από τις αποφάσεις και τη συνολική λύση για την ευρωζώνη εφόσον επιστρέψει στην αξιοπιστία και στην κανονικότητα του πλήρους και ισότιμου μέλους.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών