Το τέλος της Δημοκρατικής Αριστεράς ή ενός φθαρμένου πολιτικού σχεδίου;

Ανδρέας Γιάνναρος 26 Ιουν 2013

Πριν από ένα χρόνο και τέτοια εποχή, ο πρόεδρος της ΔΗΜ.ΑΡ Φώτης Κουβέλης, αποφάσιζε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας και στη διαμόρφωση μιας ευρείας πολιτικής και κοινωνικής ευρωπαϊκής πλειοψηφίας, που είχε ως στόχο την παραμονή στο ευρώ και τη σταδιακή διέξοδο από την κρίση. Μια κίνηση που αντλούσε από το ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο της ανανεωτικής αριστεράς (ως Ε.Α.Δ.Ε), καθώς και από το ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα (τον περίφημο ιστορικό συμβιβασμό του ΚΚΙ). Ήταν μια απόφαση όμως αναίμακτη και χωρίς αμφιταλαντεύσεις;

Κάθε άλλο, η συγκρότηση της ΔΗΜ.ΑΡ, ως φορέα της σύγχρονης μεταρρυθμιστικής και ευρωπαϊστικής αριστεράς, ήταν μια κίνηση που αρχικά ενέπνευσε πολλές ομάδες διανοουμένων, συγγραφέων, επιστημόνων, χιλιάδων ανένταχτων πολιτών που πίστευαν στις αξίες του ευρωπαϊσμού, του μεταρρυθμισμού, της εμβάθυνσης των θεσμών, των πολιτικών συνεργασιών και αποτέλεσε ένα ελκτικό πολιτικό σχέδιο που θα κινητοποιούσε μεγάλες πλειοψηφίες και ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Ήταν όμως έτσι;

Η επιλογή της ΔΗΜ.ΑΡ να υποστηρίξει δημοτικές κινήσεις που συσπείρωναν ευρύτερα προοδευτικά στρώματα και να αναδείξει την ουσία της τοπικής αυτοδιοίκησης απέναντι σε αντιμνημονιακά ετερόκλητα μέτωπα, την έβαλαν για πρώτη φορά στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων ως μια δύναμη διαφορετική και πραγματικά ανανεωτική σε σχέση με τις άλλες. Οι επιλογές υποστήριξης των Δήμων Αθηναίων και Θεσσαλονίκης, αποτέλεσαν ενδιαφέροντα πειράματα, αφού υπερβαίνανε τους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς και έφεραν την σύγκλιση πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα, δημοκρατών αριστερών, κεντροαριστερών, φιλελευθέρων.

Τα πρώτα προβλήματα για την ΔΗΜ.ΑΡ εμφανίστηκαν όταν έπρεπε να τοποθετηθεί για κεντρικές πολιτικές επιλογές που θα καθόριζαν και τη στάση της για αργότερα. Ήταν η περίοδος όπου οι αγανακτισμένοι έκαναν την εμφάνισή τους, η κυβέρνηση Παπανδρέου έχανε την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία και η χώρα την αξιοπιστία της απέναντι στους εταίρους. Σε όλη αυτή την περίοδο, η ΔΗΜ.ΑΡ ανέδειξε πτυχές πολιτικού αμοιβαδισμού και καχεκτισμού, όλων αυτών των βαριδίων που είχε κληρονομήσει από την παραδοσιακή αριστερά. Από την καταψήφιση των μνημονίων 1 και 2, του μεσοπρόθεσμου, την προτροπή του προέδρου της να ζητήσει από την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία να έχουν ευήκοα ώτα στις πλατείες, μέχρι την καταψήφιση νομοσχεδίων για τα κλειστά επαγγέλματα, η ΔΗΜ.ΑΡ έδειχνε να χάνει το παιχνίδι του μεταρρυθμισμού που είχε δειλά αναπτύξει στις δημοτικές εκλογές. Αποκορύφωμα αυτής της στρατηγικής, ήταν η άρνηση ανάληψης ευθυνών με οποιοδήποτε τρόπο (συμμετοχή, ανοχή) στην κυβέρνηση Παπαδήμου, μια επιλογή φοβική, αμυντική, που άφηνε τον ζωτικό χώρο της διαχείρισης στον ΛΑ.Ο.Σ. Αντιπολίτευση ήπιου λαϊκισμού, θα πείτε, από ένα κόμμα που προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό του.

Και ερχόμαστε στην περίοδο των εκλογών. Μέσα σε έντονο κλίμα αμφισβήτησης και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος και των θεσμών και με την ρατσιστική και νεοναζιστική ακροδεξιά να κάνει δυναμικά την εμφάνισή της, η ηγεσία της ΔΗΜ.ΑΡ προτίμησε κατά την διερεύνηση σχηματισμού κυβέρνησης στις εκλογές του Μαϊου, να παραδώσει λευκό χαρτί στον Α. Τσίπρα και να απέχει από τις διεργασίες κυβέρνησης, αντί να αξιοποιήσει το ρευστό πολιτικό σκηνικό, την μικρή καταγραφή των δύο πρώτων κομμάτων (19% και 17% αντίστοιχα) και άρα και μεγαλύτερη δυνατότητα παρέμβασης στις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις. Έτσι, η επίκληση του σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ενώ ήταν σωστή, ακυρωνόταν από την επιμονή να συμπεριλάβει τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α μέσα στο σχήμα. Έτσι, και μετά τις παλινωδίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, η χώρα οδηγήθηκε σε δεύτερες εκλογές μέσα σε συνθήκες πόλωσης και διχασμού και αναπόφευκτης παγίωσης ενός νέου δικομματισμού, με την ΔΗΜ.ΑΡ αυτή την φορά να παίρνει την ιστορική πρωτοβουλία για τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση. Ήταν όμως μία επιλογή ρίσκου, ή μία επιλογή που ήταν απόρροια της συνεπούς και αξιόπιστης προεκλογικής της εκστρατείας; Μην ξεχνάμε ότι η ΔΗΜ.ΑΡ κατέβηκε στις εκλογές του Ιουνίου με το σύνθημα να βρεθεί λύση, άρα, το ποσοστό που απώλεσε την πρώτη φορά, το αντικατέστησε την δεύτερη με άλλους ψηφοφόρους, πιο σκεπτόμενους, πιο ευρωπαϊστές, πιο μεταρρυθμιστές, μια νέα δεξαμενή, που σε μεγάλο βαθμό δεν είχε σχέση με τους ψηφοφόρους του Κ.Κ.Ε Εσωτερικού, της Ε.ΑΡ ή του ΣΥΝ και που δεν πίστευε στο μεγάλο κράτος, αλλά στον εκσυγχρονισμό του, την μεταρρυθμιστική πολιτική, την υγιή ιδιωτική οικονομία, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, αποσκοπούσε στην παραμονή της χώρας στο ευρώ, στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και την δίκαιη κατανομή των βαρών. Το μεγάλο πρόβλημα που όπως φάνηκε στην πορεία έγινε απροσπέλαστο, είναι ότι αυτή η συμμετοχή δεν συνοδεύτηκε από ένα συνεκτικό και επεξεργασμένο σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, από ένα επιστημονικό και τεχνοκρατικό think tank, μια επιτροπή σοφών που θα αναλάμβανε να παρουσιάσει βασικούς άξονες μιας προοδευτικής διαχείρισης της κρίσης. Αντιθέτως, συνέβαλε σε μια σειρά από ζητήματα που όπως αποδείχθηκε, ψαλίδισαν την υπεροχή της ως το άφθαρτο και αξιόπιστο πολιτικό κεφάλαιο. Από την προγραμματική συμφωνία που δήθεν παραβιάστηκε, αλλά στην ουσία ήταν μια συμφωνία κενού περιεχομένου, αφού ο ξενοδόχος (τρόικα) ήταν προκλητικά απών, μέχρι το περίφημο 4-2-1 και τη στελέχωση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης, από τις εκτός τόπου και χρόνου κόκκινες γραμμές στα εργασιακά, όπου επέμενε στο καθεστώς της γερασμένης αγοράς εργασίας των Δ.Ε.Κ.Ο. και των τραπεζών (και στο επίδομα γάμου), αντί να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας συλλογικής σύμβαση εργασίας που θα προστάτευε τους χαμηλόμισθους και θα έβαζε στην αγορά τους ανέργους, μέχρι την τυχοδιωκτική στάση του «παρών» (γνωρίζοντας ότι οι άλλοι εταίροι θα πάρουν και πάλι τις αμαρτίες επάνω τους). Από τις αποτυχημένες επιλογές στα υπουργεία Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Δικαιοσύνης και την ταύτιση της ΔΗΜ.ΑΡ με συντεχνιακές λογικές που τραυμάτισαν το μεταρρυθμιστικό της προφίλ, μέχρι τις φωνές αντίστασης στην τρόικα (δηλώσεις Φ. Κουβέλη μετά από κάθε έξοδο από το Μαξίμου). Και από το όχι στα χαράτσια (αντί για μια αντικατάσταση του φόρου με ένα παράβολο στην εφορία), μέχρι την αμφιλεγόμενη στάση της στο ζήτημα της απεργίας των καθηγητών.

Για να φθάσουμε εν τέλει στο ζήτημα της Ε.Ρ.Τ. και στην απρόσμενη αρτηριοσκληρωτική επιλογή της ηγεσίας της ΔΗΜΑΡ για ρήξη, που ενώ σωστά επισημάνθηκε η μονομέρεια και ο αυταρχισμός Σαμαρά, προτιμήθηκε, αντί για ενεργή υποστήριξη της εξυγίανσης της Ε.Ρ.Τ πάνω σε συγκεκριμένες μελέτες (σχέδιο Μόσιαλου, αλλά και Αλιβιζάτου), να μετατεθεί η ατζέντα αποκλειστικά στο περίφημο έλλειμμα δημοκρατίας και την πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ενώνοντας εμμέσως τις φωνές με τις δυνάμεις της συντήρησης, της συνδικαλιστικής και κομματικής πελατείας. Ξεχνά βέβαια η ηγεσία της ΔΗΜ.ΑΡ ότι η κοινοβουλευτική της ομάδα είχε αποδεχθεί και συνυπογράψει όλες τις ΠΝΠ από τον Ιούνιο 2012 μέχρι την ΕΡΤ. Η επιλογή αυτή της ΔΗΜ.ΑΡ, δεν ακύρωσε μόνο τον ρόλο του εγγυητή του κυβερνητικού συνασπισμού που της είχε δοθεί και του αριστερού διαχειριστή, αλλά την κατέταξε στις δυνάμεις του μηδενικού πολιτικού ρίσκου και της αντίδρασης. Νομιμοποίησε το δίπολο Ν.Δ-ΣΥ.ΡΙΖ.Α, διέλυσε τις προσπάθειες συνεννόησης για την ανασύσταση της κεντροαριστεράς και έθεσε αναγκαστικά τον εαυτό της προνομιακό συνομιλητή αυτών που μέχρι χθες φαινόταν ότι ήρθε σε οριστική ρήξη (ΣΥ.ΡΙΖ.Α).

Από τα παραπάνω, προκύπτουν δύο ερωτήματα: 1) Ήταν επιβεβλημένη η συμμετοχή της ΔΗΜ.ΑΡ στην κυβέρνηση; Αναμφισβήτητα και μόνο ότι η παρουσία της έδωσε αέρα εθνικής ενότητας από μια χρεοκοπημένη συνεργασία ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ και ότι πολιτικά νομιμοποίησε τη στρατηγική του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, πιστώνεται στα θετικά, και 2) Ήταν επιτυχημένη η παρουσία της; Εδώ, κρίνοντας από τους συσχετισμούς, τις συγκυρίες και τις επιλογές της, άλλοτε από ιδεοληψίες (κρατικίστικη λογική), άλλοτε από νομιμοποίηση της κομματικής πίτας στα τρία και άλλοτε από θέση μικρής μειοψηφίας, δεν κατάφερε να προωθήσει αλλαγές εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος και των θεσμών, με αποτέλεσμα η άλωση του δημοσίου, η μη μεταρρύθμισή του, να έχει και τη δική της σφραγίδα. Έτσι ασκήθηκε κριτική τόσο από την «αριστερή» της πτέρυγα, ότι συμμετείχε σε μια κυβέρνηση συντηρητικού προσανατολισμού που δεν απέτρεψε τις αδικίες (κριτική όμως που ταυτιζόταν στα επιχειρήματα με την αντιπολίτευση ΣΥ.ΡΙΖ.Α), όσο και από την «μεταρυθμιστική»- «εκσυγχρονιστική» της, ότι δεν προχώρησε ουσιαστικά σε μεταρρυθμίσεις, αλλά συνηγορούσε σε συντεχνιακές λογικές. Το πιο μεγάλο όμως πρόβλημα για την ΔΗΜ.ΑΡ είναι ότι ουδέποτε απογαλακτίστηκε από την παραδοσιακή αριστερά και τις πρακτικές της. Τόσο ιδεολογικά και πολιτικά, όσο και οργανωτικά, συνέχιζε να λειτουργεί ως μια ήπια και εξευγενισμένη εκδοχή του Συνασπισμού, με αποτέλεσμα ο όρος «κυβερνώσα» να μην αποκτήσει ποτέ ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά να φθαρεί από την ατολμία και τις αμφιλεγόμενες κινήσεις.

Η ΔΗΜ.ΑΡ. πλέον βρίσκεται σε ένα πραγματικό δίλημμα που θα καθορίσει την μετέπειτα πορεία της, ή θα συνεχίζει να λειτουργεί με ένα φθαρμένο πολιτικό σχέδιο, χωρίς εσωκομματική δημοκρατία και με ένα συγκεντρωτικό προεδρικό μοντέλο, απαρτιζόμενο από επαγγελματίες πολιτικούς, άτομα που για χρόνια μάχονταν για κομματικά αξιώματα και θέσεις και με απώτερο σκοπό τη μετατροπή σε κομπάρσο και μπαλαντέρ των πολιτικών εξελίξεων, ή θα προχωρήσει σε ριζική ανανέωση των κυττάρων της και σε μια προγραμματική επανίδρυση, που θα συνθέτει τις αξίες του δημοκρατικού σοσιαλισμού με αυτές του σύγχρονου πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού και θα συμμετάσχει στη διαμόρφωση της δημοκρατικής παράταξης στο μέλλον. Η ιστορία της ανανεωτικής, δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής αριστεράς, είναι γεμάτη συγκρούσεις, συνθέσεις, αναζητήσεις. Η ΔΗΜ.ΑΡ. οφείλει να μάθει από το παρελθόν και να προχωρήσει. Γιατί στην πολιτική, η στάση δεν καθορίζεται μόνο από τις επιθυμίες, αλλά και από τις πράξεις…